Περσέας


Οι άνθρωποι που κατοικούσαν στο Άργος λάτρευαν τον τοπικό τους ήρωα, τον Περσέα, με τις μεγαλύτερες τιμές. Και ήταν πράγματι πολύ σπουδαίος ήρωας. Είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και τρανή δόξα από τα κατορθώματά του, αλλά και από τη συνεχή πάλη του ενάντια στο κακό.

Άλλοτε τον βρίσκουμε ν’ αντιμάχεται τη Μέδουσα, άλλοτε το τρομερό θαλάσσιο τέρας που είναι έτοιμο να κατασπαράξει την όμορφη Ανδρομέδα. Από μικρή ηλικία, ως βρέφος κι έπειτα ως έφηβος, γεύεται το πικρό μίσος των ανθρώπων, το οποίο προσπαθεί να ξεπεράσει είτε με την καλοσύνη του, είτε με τη δύναμή του. Με την πολύτιμη συμπαράσταση του Ερμή και της Αθηνάς ξεπερνά τις δυσκολίες που υψώνονται μπροστά του και αναδεικνύεται στις περιπέτειές του λαμπρός νικητής.

Παππούς του ήταν ο βασιλιάς του Άργους Ακρίσιος που ανυπομονώντας ν’ αποκτήσει διάδοχο για το θρόνο του κατέφυγε στις γνώσεις της Πυθίας στο μαντείο των Δελφών. Εκεί με δυσαρέσκεια έμαθε πως όχι μόνο δε θ’ αποκτήσει γιο, αλλά ο γιος της μονάκριβης κόρης του Δανάης κάποτε θα τον σκοτώσει. Αυτός ο φοβερός χρησμός έμελλε να καθορίσει το μέλλον του Περσέα. Ο Ακρίσιος επιστρέφοντας στο παλάτι απογοητευμένος και σκυθρωπός, αποφάσισε ν’ απομονώσει τη Δανάη για να μην παντρευτεί ποτέ. Την έκλεισε σ’ ένα υπόγειο δωμάτιο, όπου ούτε οι λαμπρές αχτίνες του ήλιου, ούτε το ασημένιο φως του φεγγαριού την έβλεπαν. Η μόνη επαφή της με τον έξω κόσμο ήταν η παραμάνα της.

Η ομορφιά και τα κάλλη της Δανάης όμως σαγήνεψαν το βασιλιά των
θεών. Γνωστός κατακτητής των γυναικών, τίποτε δε θα εμπόδιζε τον κυρίαρχο της φύσης να εκδηλώσει την αγάπη και τον παράφορο έρωτά του στη νέα κόρη. Πήρε λοιπόν τη μορφή χρυσαφένιας βροχής και κύλησε από τη στέγη του δωματίου.
Η νεαρή Δανάη τη δέχτηκε στους παρθενικούς της κόρφους και τότε ο Δίας παρουσιάστηκε σ’ όλη του τη λαμπρότητα και το μεγαλείο. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Περσέας, που, αλίμονο, αν έπεφτε στα χέρια του Ακρίσιου. Με περισσή στοργή τον φρόντιζε η Δανάη, κρυφά, στο υπόγειο δωμάτιο, με τη βοήθεια της πιστής της τροφού.

Το ζωηρό παιδί, με τις φωνές του στο παιχνίδι, έγινε κάποτε αντιληπτό από τον παππού του. Τυφλωμένος από την οργή του δεν πίστευε τη μονάκριβη κόρη του όταν του έλεγε πως πατέρας του Περσέα ήταν ο ανώτερος απ’ όλους τους θεούς και τους ανθρώπους. Ο άμοιρος Ακρίσιος προσπαθούσε να ξεφύγει από τη μοίρα του με κάθε τρόπο, ξεχνώντας πως το τέλος του έχει καθοριστεί από τους παντοδύναμους θεούς. Χωρίς ίχνος στοργής κι αγάπης έκλεισε τη Δανάη και τον Περσέα σ’ ένα κιβώτιο και τους έριξε στη θάλασσα με την ελπίδα πως δε θα τους ξαναδεί πια. Στιγμές φοβερής αγωνίας πέρασε η νεαρή μητέρα μέχρις ότου τα κύματα τους οδήγησαν σ’ ένα μικρό νησί, τη Σέριφο. Ένας καλόκαρδος ψαράς, ο Δίκτης, είδε το κιβώτιο τη στιγμή που αμέριμνα έριχνε τα δίχτυα του στη θάλασσα. Έκπληκτος είδε να βγαίνει απ’ αυτό μια πανέμορφη γυναίκα που με δάκρυα ευγνωμοσύνης ευχαριστούσε τον Δία κρατώντας στη στοργική αγκαλιά της το θεϊκό βρέφος.

Για μερικά χρόνια η ζωή τους κύλησε ήρεμα ώσπου σε νέες περιπέτειες θα τους εμπλέξει ο πόθος του Πολυδέκτη για τη γλυκιά Δανάη. Ο Πολυδέκτης ήταν ο πλούσιος αδερφός του Δίκτη κι ο άρχοντας του νησιού, που έβλεπε τον Περσέα ως εμπόδιο στην προσπάθειά του να κατακτήσει τη μητέρα του.

Το σχέδιο του Πολυδέκτη ήταν να ντροπιάσει τον ευγενικό νέο ώστε ν’ αναγκαστεί να εγκαταλείψει το νησί και τη μητέρα του. Διέδωσε παντού ότι πρόκειται να παντρευτεί την Ιπποδάμεια και πως το δώρο που επιθυμούσε να πάρει από τον καθένα ήταν ένα άλογο.

Πού θα έβρισκε, όμως, ένα άλογο ο φτωχός κι άπορος Περσέας; Κοντά στον Δίκτη, όπου μεγάλωσε, έγινε κι ο ίδιος ένας απλός ψαράς. Καταλαβαίνοντας ότι ο σκοπός του βασιλιά ήταν να πληγώσει την αξιοπρέπειά του, πεισμάτωσε και σε μια στιγμή τόλμης κι απερισκεψίας του είπε με περιφρονητικό και περήφανο ύφος: “όχι ένα απλό άλογο αλλά και το κεφάλι της Γοργούς μπορώ να σου φέρω”. Ο Πολυδέκτης δεν αρνήθηκε φυσικά την προσφορά, με τον όρο ότι μέχρι να γυρίσει θα κρατά τη μητέρα του όμηρο στο παλάτι του.

Ο Περσέας απομακρύνθηκε και κατέφυγε σε μια ερημική ακτή του νησιού. Κάθησε στα βράχια και ατενίζοντας την απέραντη θάλασσα σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα έφτανε στη Μέδουσα. Πώς θα πλησίαζε το αποκρουστικό αυτό τέρας με τα φιδίσια μαλλιά και τα αστραποβόλα μάτια; Πώς θα την αποκεφάλιζε αφού όποιος την αντίκριζε πέτρωνε;

Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε ο Ερμής ή κατ’ άλλους η Αθηνά. Και οι δυο θεοί υπήρξαν πολύτιμοι βοηθοί του. Ο θεός τον συμβούλεψε πως για να βρει το δρόμο έπρεπε πρώτα να περάσει από τις Νύμφες και έπειτα από τις γερόντισσες θεές, τις Γραίες. Δίπλα στις πηγές του νησιού απ’ όπου έρεε κρυστάλλινο νερό βρήκε τις καλόκαρδες Νύμφες που του έδωσαν φτερωτά πέδιλα για να τρέχει γρήγορα σαν τον άνεμο, το σκούφο του Άδη για να γίνεται αόρατος κι ένα σακίδιο για να βάλει το κεφάλι της Μέδουσας. Οι Γραίες κατοικούσαν στη δυτική άκρη του κόσμου, εκεί όπου αρχίζει το βασίλειο του Σκότους.

Η όψη τους ήταν αποκρουστική· το κωμικοτραγικό χαρακτηριστικό τους ήταν ότι μοιράζονταν με βάρδιες το μοναδικό μάτι και το μοναδικό τους δόντι. Ο Περσέας, αόρατος, τις πλησίασε και τη στιγμή που έδινε η μια στην άλλη το μάτι τους τ’ άρπαξε με αφάνταστη ταχύτητα. Τυφλές οι Γραίες αναγκάστηκαν να του μαρτυρήσουν το δρόμο για τις Γοργόνες.

Από τις τρεις αδερφές θνητή ήταν μόνο η Μέδουσα. Με τα όπλα που διέθετε και με την καθοδήγηση της Αθηνάς που του κρατούσε μια ασπίδα για να βλέπει εκεί τη Μέδουσα, στο καθρέφτισμά της, έκοψε το κεφάλι της και το έριξε στο σακίδιό του. Μάταια προσπαθούσαν οι αδερφές της να τον πιάσουν, αφού ήταν αόρατος κι έτρεχε γρήγορα σαν τον Ερμή.

Ο φτεροπόδαρος ήρωας επέστρεψε στην πατρίδα του γεμάτος ενθουσιασμό για το κατόρθωμά του. Χαρούμενος σκεφτόταν πώς θα μπορούσε ν’ απελευθερώσει τη μητέρα του και να αποστομώσει τον Πολυδέκτη που αμφισβήτησε τις ικανότητές του. Πετώντας πάνω από την Αιθιοπία διέκρινε σε μια απότομη βραχώδη ακτή μια νέα κόρη δεμένη σ’ ένα βράχο, απελπισμένη και δυστυχισμένη. Ήταν η κόρη του βασιλιά της χώρας, του Κηφέα, που τη θυσίαζε για να σωθεί η χώρα του από ένα φοβερό θαλάσσιο τέρας. Το κήτος αυτό το έστειλε ο Ποσειδώνας από οργή για την περήφανη βασίλισσα Κασσιόπη, που καυχιόταν πως είναι ομορφότερη από τις θαλάσσιες κόρες του, τις Νηρηίδες. Ο Περσέας, σαγηνεμένος από την ομορφιά της, την ερωτεύτηκε σφοδρά. Η ζεστή καρδιά του συγκινήθηκε με τα δάκρυά της. Χωρίς δεύτερη σκέψη πάλεψε με το τέρας και μαζί με την Ανδρομέδα πια επέστρεψε στη Σέριφο. Έβγαλε από το σάκο του το κεφάλι της Μέδουσας και σε μια στιγμή πέτρωσε ο Πολυδέκτης κι όλοι όσοι το είδαν.

Ο ευγενικός ήρωας με τις δυο αγαπημένες του γυναίκες, τη μητέρα του και τη γυναίκα του, επιθυμούσε να συμφιλιωθεί και με τον παππού του. Ο Ακρίσιος όμως ούτε για μια στιγμή δεν ξέχασε το χρησμό. Απεγνωσμένα κατέφυγε στη Λάρισα για να μη συναντηθεί με τον εγγονό του.Με τα πιο αγνά και ειλικρινή συναισθήματα ο Περσέας τον ακολούθησε. Η τίμια και ευγενική του ψυχή έπεισαν τον πρόγονό του να επιστρέψει στην πατρίδα του. Είναι αδύνατον να ξεφύγει κάποιος απ’ αυτό που η μοίρα του έχει “γράψει”. Όταν ο Περσέας, σ’ έναν αγώνα δισκοβολίας, πέταξε το δίσκο, άθελά του τραυμάτισε τον Ακρίσιο θανάσιμα. Έτσι βγήκε ο χρησμός αληθινός.

Η ψυχή του πονούσε και η καρδιά του τριβελιζόταν από τύψεις. Ο πόνος για το θάνατο του παππού του δεν τον άφησε να γίνει βασιλιάς στο Άργος. Προτίμησε ν’ ανταλλάξει το βασίλειό του με αυτό του εξαδέλφου του, της Τίρυνθας. Εκεί έζησε με την αγαπημένη του Δανάη και τα επτά παιδιά τους.











trekos.wordpress/

Bookmark and Share

Σχόλια

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *