Aπό τον yaunatakabara
Στη χώρα των Ηδωνών, κατά τις μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, υπήρχαν τα ακόλουθα ιερά:
α. Ιερό του θεού στο όρος Παγγαίο
Στα ομηρικά χρόνια ονομαζόταν Νύσσα και αργότερα Καρμάνιο.
Οι πρώτοι κάτοικοι του ονομάζονταν Δερρίοπες,
από τα δέρματα που φορούσαν και ζούσαν με το ψάρεμα και το κυνήγι, σημειώνει ο Πλούταρχος.
Προφανώς κατάλοιπο αυτού του τρόπου ενδυμασίας των Δερριόπων
αποτελεί και η σκευή των δρώντων στο
Μοναστηράκι,
στη Νικήσιανη,
στην Καλή Βρύση,
στην Πετρούσα
και στους Πύργους κατά το τριήμερο 6-8 Ιανουαρίου.
στη Νικήσιανη,
στην Καλή Βρύση,
στην Πετρούσα
και στους Πύργους κατά το τριήμερο 6-8 Ιανουαρίου.
Ο Ηρόδοτος αναφερόμενος σ' αυτό γράφει τα ακόλουθα :
«Ταύτας μεν δη τας πόλιας τας παραθαλάσσιας τε και Ελληνίδας εξ ευωνύμου χειρός απεργών παρεξήιε, έθνεα δε Θρηίκων των της χώρης οδόν εποιέετο τοσάδε,
Παίτοι ,
Κίκονες ,
Βίστονες ,
Σαπαίοι ,
Δερσαίοί,
Ήδωνες,
Σάτραι .
Τούτων αι μεν παρά θάλασσαν κατοικημένοι εν τήσι νηυσί είποντο.Κίκονες ,
Βίστονες ,
Σαπαίοι ,
Δερσαίοί,
Ήδωνες,
Σάτραι .
Οι δε αυτών την μεσόγαιαν οικέοντες καταλεχθέντες τε υπ' εμού, πλην Σατρεων οι άλλοι πάντες πεζή αναγκαζόμενοι είποντο.
Σάτραι δε ουδενός κω ανθρώπων υπήκοοι εγένοντο, όσον ημείς ίδμεν, αλλά διατελεύσι το μέχρι εμεύ αιεί εόντες ελεύθεροι μούνοι Θρηίκων-οικέουσί τε γαρ όρεα υψηλά, ίδησί τε παντοίησι και χιόνι συνηρεφέα, και εισίτα πολέμια άκροι.
Ούτοι οι του Διονύσου το μαντήιόν εισι εκτημένοι-
το δε μαντήιόν τούτο έστι μεν επί των ορέων των υψηλοτάτων,
Βησσοί δε των Σατρέων εισί οι προφητεύοντες του ιερού,
πρόμαντις δε η χρέωσα κατάπερ εν Δελφοίσι ,
και ουδέν ποικιλώτερον.
Αυτές λοιπόν τις παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις αφήνοντας στα αριστερά του ο Ξέρξης προχωρούσε.
Θρακικοί δε λαοί, που μέσα από τις χώρες τους περνούσε, ήταν οι εξής:
|οι Παίτοι,
οι Κίκονες,
οι Βίστονες,
οι Σαπαίοι,
οι Δερβαίοι,
οι Ηδωνοί
και οι Σάτραι.
Από αυτούς όσοι κατοικούσαν στα παράλια ακολουθούσανε με το ναυτικό, ενώ όλοι οι άλλοι, όσοι κατοικούν στα μεσόγεια, εκτός από τους Σάτρες, υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν το πεζικό.οι Κίκονες,
οι Βίστονες,
οι Σαπαίοι,
οι Δερβαίοι,
οι Ηδωνοί
και οι Σάτραι.
Οι Σάτρες, όσο ξέρω εγώ, δεν υποδουλώθηκαν ποτέ μέχρι σήμερα σε κανένα, παρά μόνο αυτοί από τους θράκες εξακολουθούν ως τα δικά μου χρόνια να μένουν ελεύθεροι, γιατί κατοικούν επάνω σε ψηλά βουνά σκεπασμένα από κάθε είδους δάση και από χιόνια και είναι εξαίρετοι πολεμιστές. Αυτοί είναι που έχουν το μαντείο του Διονύσου.
Το μαντείο αυτό είναι επάνω στο πιο ψηλό βουνό (= κορυφή)
και εκείνοι που είναι προφήται στο ιερό αυτό είναι οι Βησσοί από το λαό των Σατρών.
Και, όπως ακριβώς και στους Δελφούς, η προμάντις που δίνει τους χρησμούς είναι γυναίκα. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο εξαιρετικό».
Την επιστασία του ιερού του Διονύσου, που βρισκόταν μέσα στην επικράτεια των..
Σατρών, λαού ανυπότακτου, κατά τη μαρτυρία του Ηροδότου , την είχαν οι Σάτρες, που παράλληλα εκμεταλλεύονταν και ένα μεγάλο μέρος από τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του Παγγαίου, κάτι που τους έδινε τεράστια δύναμη οικονομική και τους παρείχε τη δυνατότητα καλύτερου πολεμικού εξοπλισμού, γεγονός που μαζί με τη γεωγραφική τους θέση εξηγεί και το ανυπότακτο
Και ενώ την επιστασία του ιερού του θεού την είχαν οι Σάτρες,
θρησκευτικοί επόπτες ήσαν οι Βησσοί ,
που ανήκαν στη φυλή των Σατρών.
Αυτοί ήταν εκείνοι που ερμηνεύανε τα «σημεία» του θεού.
Αν ήταν όνειρα, τα εξηγούσαν, ενώ, όταν εκφράζονταν με λόγια τα «σημεία» του θεού, τότε οι Βησσοί συναρμολογούσαν τις κραυγές του εκστασιασμένου πρόμαντη και τις μεταδίδανε ως χρησμό στους πιστούς, με γυναίκα κατά το πρότυπο της Πυθίας.
Στο κείμενο του Ηροδότου, που αναφέρεται στο ιερό του θεού,
γίνεται ένας παραλληλισμός με αυτό του μαντείου των Δελφών, γεγονός από το οποίο διαφαίνεται η φήμη και η εμβέλεια του διονυσιακού μαντείου .
Τέλος η φράση του Ηροδότου «ουδέν ποικιλώτερον» μας οδηγεί στη σκέψη ότι γύρω από το διονυσιακό μαντείο είχαν κυκλοφορήσει διάφορες φήμες, στις οποίες αποφεύγει να αναφερθεί ο ιστορικός.
Στο ιερό του θεού στο Παγγαίο αναφέρεται και ο σκηνικός φιλόσοφος Ευριπίδης :
Κρυπτός δ' εν άντροις της υπαργύρουχθονός ανθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος, Βάκχου προφήτης, ώστε Παγγαίου πέτραν ώκησε, σεμνός τοίσιν ειδόσιν θεός.
(= Σαν ανθρωπόθεος όμως μέσα στα άντρα θα μένει ασημογής και φως θα βλέπει, όπως στου Παγγαίου θρόνιασε το βράχο ο προφήτης του Βάκχου, πουλογιέται θεός και τον τιμούν αυτοί που ξέρουν) .
Πού ακριβώς βρισκόταν το μαντείο του Διονύσου δε μας το προσδιορίζει με σαφήνεια καμιά πηγή. Εννοείται σε ποια από τις κορυφές.
Ο Κασόν το 1930 θέλησε να βρει στο Παγγαίο τα ίχνη του.
Στη θέση «Ασκητότρυπα», όταν ερευνούσε για το μαντείο, βρήκε μόνο μερικά λείψανα νεολιθικής και ρωμαϊκής εποχής.
Τι όμως ζητούσε να βρει ο Κασόν;
Μαρμάρινα κτίσματα δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη.
Τα μαντεία ήταν κατασκευές πρόχειρες κάτω από κάποια δρυ συνήθως, που το θρόισμα του ανέμου κινούσε τα φύλλα της και αυτός ο ήχος θεωρούνταν ως θεϊκό μήνυμα, το οποίο ενέπνεε τη μάντισσα.
β. Το ιερό του Διονύσου στην Καλή Βρύση Δράμας
(παλιά Γκόρνιτσα) βρίσκεται σε τεχνητό λοφίσκο το ιερό του Διονύσου.
Γύρω στο 1921 πραγματοποιήθηκε από τους L. Renaudin και J. Charbonneaux μικρής έκτασης δοκιμαστική έρευνα.
Συστηματικά με την έρευνα του ιερού ασχολήθηκε η ΙΗ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, και συγκεκριμένα η αρχαιολόγος Κατερίνα Περιστέρη, από το 1991.
Το ιερό είναι ορθογώνιο κτίριο με διαστάσεις 34,60 Χ16.
Οι ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως πολύτιμα για την ιστορική έρευνα της εποχής και της περιοχής στοιχεία, όπως οινοχόες, σκύφους, ένα από τα αγαπητά σκεύη του θεού και των οπαδών του, κάνθαρους, κρατήρες και ειδώλια ανδρικών και γυναικείων μορφών.
Ένα μάλιστα από αυτά είναι μασκοφόρο και πανομοιότυπο με το σύγχρονο μπαμπούγερο της Καλής Βρύσης, αποτελεί δηλαδή τον πρόδρομο του.
Βρέθηκαν ακόμη νομίσματα και απομεινάρια από καμένα ξύλα,
γεγονός που οδηγεί στην άποψη ότι η καταστροφή του ιερού προήλθε από τεράστια πυρκαγιά.
Χρονολογικά το ιερό ανήκει στα τέλη του 4ου και τις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα.
Κατά την άποψη της Κατερίνας Περιστέρη, η οποία ανέσκαψε το ιερό, ίσως η καταστροφή του να προήλθε από τους Γαλάτες, οι οποίοι περάσανε από την περιοχή μετά τη μάχη της Λυσιμάχειας, όπου νικήθηκαν το 277 π.Χ. από τον Αντίγονο Γονατά , αφού πρόλαβαν να προξενήσουν μεγάλες καταστροφές στη Βόρειο Ελλάδα.
Ένα από τα θύματα τους και το ιερό του Διονύσου στην Καλή Βρύση.
Η Χάιδω Κουκούλη αναφερόμενη σε ανακοίνωση της Κατερίνας Περιστέρη «Ανασκαφική έρευνα στην Καλή Βρύση Δράμας» γράφει:
«... η Κατερίνα Περιστέρη εντοπίζει σε ορισμένα ευρήματα στοιχεία διονυσιακής λατρείας στο κτήριο- αυτά όμως, κατά την άποψη μου, δεν είναι ισχυρά για να διασφαλίσουν την ταύτιση του κτηρίου με ιερό του Διονύσου».
(Χ. Κουκούλη Χρυσανθάκη, Η Δράμα και η περιοχή της από τη νεολιθική εποχή ως τα τέλη της αρχαιότητας, Ανακοίνωση στη Β' Επιστημονική Συνάντηση, Η Δράμα και η περιοχή της», Δράμα 18-22 Μαΐου 1994, σ. 49-104).
Πάντως, αν λάβουμε υπ' όψη μας ότι κατά την αρχαιότητα
ως τόποι λατρείας θεωρούνταν δάση, πηγές, τεράστια δέντρα,
αλλά και σπήλαια,
νομίζουμε ότι δεν αμαρτάνουμε, αν αποδεχθούμε το κτήριο ως πιθανό ιερό του θεού Διονύσου.
Και ενώ στην πιο πάνω εισήγηση της η Κ. Περιστέρη αναφέρει ότι στο «χώρο Α» του ιερού αποκαλύφθηκαν τελετουργικά αγγεία και μικροευρήματα που σχετίζονται με τη διονυσιακή λατρεία, στην ίδια εισήγηση της σημειώνει:
«Πολλοί καλοπελεκημένοι δόμοι χρησιμοποιήθηκαν στα νεώτερα σπίτια του χωριού σαν οικοδομικό υλικό, στερώντας έτσι την έρευνα μας από κάποια επιγραφή ή άγαλμα, τους τρανταχτούς μάρτυρες που αναζητούνται συνήθως για την απόδειξη κάποιας λατρείας.
Πιθανότατα χάθηκαν για πάντα τέτοια σημάδια ταύτισης του χώρου».
Δε νομίζουμε ότι αυτή η ομολογία της Κ. Περιστέρη οδηγεί σε αμφιβολία για την ταυτότητα του χώρου ως ιερού.
Γιατί τι μας εμποδίζει να υποστηρίξουμε ότι το κεφάλι του πωγωνοφόρου Διονύσου των ρωμαϊκών χρόνων από την περιοχή της Καλής Βρύσης καθώς και η επιγραφή, η αναφερομένη στο Διόνυσο, που βρέθηκε στην περιοχή της Χαριτωμένης, όμορης σχεδόν της Καλής Βρύσης, προέρχονται από το πιο πάνω ιερό, τη στιγμή που δεν επισημαίνεται ανάλογο ιερό στην περιοχή αυτή;
Ίσως, όταν κάποια στιγμή το αρχαιολογικό νυστέρι διανοίξει σε βάθος και πλάτος τα σπλάχνα της χώρας των Ηδωνών, σταθούμε τυχεροί να έχουμε ως ανεκτίμητη κληρονομιά και άλλες επιγραφές και αγάλματα, που να θεμελιώνουν την άποψη ότι στο κτήριο της «Μικρής Τούμπας» της Καλής Βρύσης λατρεύτηκε για αιώνες ο λαϊκός θεός της διασκέδασης, του κεφιού και της αισιοδοξίας, ο πολύπαθης και πολυταξιδεμένος Διόνυσος, ο «ιδών πολλών ανθρώπων άστεα».
Ο Στ. Μερτζίδης (Αι χώραι του παρελθόντος, σελ. 44) παραθέτει την ακόλουθη άποψη του Ε. Ruckert σχετικά με την παρουσία των Γαλατών στην περιοχή της σημερινής Προσοτσάνης:
«Οι Πρώσοιμετά των Γαλατών δις ήλθον ε ν Μακεδονία, εισβαλόντες εχθρικώτατα εν τη χώρα ταύτη, εν η βεβαίως εγκατέλειψαν και το εθνικόν όνομα των.
Ήλθον ούτοι εις τα μέρη ταύτα περί τα έτη 279 και 274 π.Χ.,
ώστε η Πρωσσοτσάνη, ήτις προ της εποχής ταύτης έφερεν έτερον όνομα, κατοικουμένη υφ' ετέρων λαών ελληνικής καταγωγής, ωνομάσθη, ως υποτίθεται, ούτως εκ της διαβάσεως των Πρώσσων,
οίτινες αναμφιβόλως είχον αποικίαν ενταύθα και των οποίων το όνομα ετυμολογείται εκ του Portzen, το οποίο σημαίνει λαόν διαιρούντα, διασχίζοντα και συντρίβοντα παν το προστυχόν».
Αν λάβουμε υπ' όψη μας τη μαρτυρία του Ruckert, τότε η καταστροφή του ιερού από τη βανδαλιστική συμπεριφορά των Γαλατών πρέπει να συντελέστηκε ανάμεσα στα έτη 279 και 274 π.Χ.
Αν τελικά η καταστροφή του ιερού προήλθε από τους Γαλάτες, τότε πιο πιθανή χρονολογία της καταστροφής του πρέπει να θεωρείται ή το έτος 279 ή 278 π.Χ., αφού οι Γαλάτες μετά την ήττα τους από τον Αντίγονο Γονατά στη Λυσιμάχεια το 277 π.Χ. πέρασαν στην Ασία και εγκαταστάθηκαν στη Μ.Ασία (Γαλατία).
γ. Ιερό του Διονύσου στη Δράμα
Μολονότι στην περιοχή της Δράμας βρέθηκαν επιγραφές από τις οποίες συνάγεται η ευρύτατα διαδεδομένη λατρεία του θεού Διονύσου, καθώς και προτομές του, όμως ακόμη αναζητείται το ιερό του θεού στον αρχαίο οικισμό τηςΔράμαςΥποθέτουμε ότι το ιερό του θεού πρέπει να βρισκόταν κάπου στο κέντρο του αρχαίου οικισμού της Δράμας, και συγκεκριμένα στο χώρο όπου τον 10ο ή 110 μ.Χ. αιώνα έχει ανεγερθεί ναός επ' ονόματι της Παναγίας, από τον άρχοντα της εποχής εκείνης Αλέξιο Μανιακή, ο σημερινός ναός της Αγίας Σοφίας, τον οποίο οι Τούρκοι ονομάζανε
Αγιά Σόφια Τζαμισή..
Την υπόθεση μας αυτή τη στηρίζουμε στα εξής: Σε μικρή απόσταση από το ναό της Αγίας Σοφίας βρέθηκε μαρμάρινο βάθρο αγάλματος του θεού με την επιγραφή ¦. \...^ΡΌΚΙ\ΕΟΥΣ
ΙΕΡΗΤΕΥΣΑΣΔΙΟΝΥΣΩΙ
Ο χώρος όπου βρέθηκε το βάθρο, το οποίο στα μεταγενέστερα χρόνια μετατράπηκε σε λεκάνη, ήταν τα τοιχώματα του ξηροχειμάρρου (τσάι), ο οποίος διασχίζει την πόλη τηςΔράμας.ΙΕΡΗΤΕΥΣΑΣΔΙΟΝΥΣΩΙ
Ο όγκος και το βάρος του βάθρου δύσκολα επιτρέπουν τη μετακίνηση του σε μεγάλη απόσταση. Αν δε λάβουμε υπ' όψη μας ότι το έδαφος στο σημείο εκείνο είναι κατωφερές, τότε εύκολα εξηγείται η μετακίνηση του κυλιόμενο. Προφανώς η απομάκρυνση του από τον αρχικό χώρο της τοποθέτησης του μαρτυρεί και συναισθήματα απαλλαγής του από την παρουσία του.
Είναι γνωστό ότι ο χριστιανισμός στην προσπάθεια του να υπερισχύσει της μακροχρόνιας παρουσίας της ειδωλολατρίας έκτισε στους χώρους, όπου υπήρχαν κέντρα λατρείας ή ιερά παγανιστικά, ιερούς ναούς.
Ίσως κάτι τέτοιο να συνέβη και με την οικοδόμηση του ιερού ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας.
Ακόμη η περιοχή που βρίσκεται έξω από τα όρια του αρχαίου οικισμού ήταν αμπελόφυτη.
Ένα μέρος αυτής της περιοχής, που δε δέχθηκε ακόμη την επέλαση της οικοδομικής μανίας, εξακολουθεί να είναι αμπελόφυτο.
Και είναι αυτονόητο ότι αμπελόφυτοι χώροι εύλογα κέρδιζαν την προτίμηση των οπαδών του θεού Διονύσου για ανέγερση ιερών του και την τέλεση της λατρείας του.
Τέλος, ευρήματα από το ιερό του Διονύσου εντοπίστηκαν στην κοίτη του πιο πάνω ξηροχειμάρρου μαζί με συρροή χωμάτων, τα οποία προέρχονταν από διάνοιξη θεμελίων οικοδομής .
Και τέτοιοι οικοπεδικοί χώροι, οι οποίοι φιλοξενούν στα έγκατα τους αρχαιότητες είναι κυρίως όσοι βρίσκονται μέσα στο ιστορικό κέντρο τηςΔράμας .
Βιβλιογραφία
Χ. Κουκούλη - Χρυσανθάκη, Αρχαίος οικισμός στο Καλαμπόκι Δράμας, Γ Επιστημονική συνάντηση «ΗΔράμα και η περιοχή της», Δράμα 21-24 Μαΐου 1998, σ. 3920.
Όλγας Α. Κυβετού, Τιμητικός τόμος επί τω ιωβηλαίω του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φιλίππων Νεαπόλεως Θάσου Χρυσοστόμου, Καβάλα 1960.
Γ. Κ. Χατζοπούλου, Εθνικό μας χρέος η ανάδειξη του ιστορικού κέντρου της Δράμας,
εφ. Πρωινός Τύπος, 21-11-2000 και Α. Κουντουρά Χ. Μπακιρτζή,
Η Αγία Σοφία Δράμας, Η Δράμα και η περιοχή της, Δράμα 24-25 Νοεμβρίου 1989
Σχόλια