Τα Μασάλια > τά (εμά)-σάλια

 Γράφει η Αρτάνη

Σαν επεξήγηση: - Δήλα-δή τα ημέτερα, τα δικά μας σάλια, τα εμά σάλια > οι αυτό-σαρκα-σμοί μας > τα ανέκδοτά μας.

- Σίαλον = σίγα + ρέω, ροή > σίγαρον > σίαλον > διότι ρέει σιωπηλά σάλιο, μύξα, σίελον σιαλίζω, σιελίζω, σαλιάζω, σιαλισμός, σιάλισμα, σιάλωμα, σίαλος σιελογόνος, σιαλαντλία, σαλιάρα, σάλιαγκας (άγω), σάλιακας, σάλιαγκος, σαλιάρης, σαλιαρίζω, σαλιάρικος, σαλιαρίστρα, σαλιάρωμα, σάλιασμα, σαλιγκάρι, σαλίγκαρος, σάλιωμα, σαλιώνω, σιαλικός, σιαλίτης.


- Σάρξ = άρ-ω, άρτιος. Οι σάρκες συνδέουν, συνέχουν και συναρμόζουν (άρω) την πλέον αρμοσμένη κατασκευή της φύσης, το σώμα των ζώων - η σάρκα. Σαρκάω, σάρκα, σαρκάζω, σαρκασμός, σαρκήρης, σαρκώδης, σαρκίδιον, σαρκίζω, σαρκικός, σάρκινος, σαρκίον, σαρκίτις, σαρκοβόρος (βορά), σαρκοφάγος, σαρκοβρώς (βιβρώσκω), σαρκόω, σάρκωμα, σάρκωσις, ενσάρκωσις, σαρκίδιον, σαρκώνω, ενσαρκώνω, σαρκωμάτωσις. Αυτό + σαρκάζομαι = τρώω τις σάρκες μου!.


- Πάντα χωρατατζήδες και γλεντζέδες οι χωριανοί μου, και ως Μακεδόνες ( Μακ + Ηδονή ). Στη δουλειά, δουλειά, μά και στα γλέντια έξω καρδιά!.Και όποτε έβρισκαν ευκαιρία, ύστερα από τίς σκληρές και επίπονες εργασίες στα χωράφια, στο λιοπύρι, στη βροχή και στο χαλάζι καμιά φορά, στα καφενεία, λοιπόν, τα πρωϊνά οι γεροντότεροι μα κυρίως στα νυχτέρια πού έκαμναν, έλεγαν και κάποιες «ιστορίες», κάποια μουχαμπέτια άνευ σοβαρού περιεχομένου, από ΄κείνα τα χρόνια τα παλιά κι τα ζαμανίσια. «Ε!΄ρέ πότι να γηράσου να πηναίβουμει!!!» Ιστορίες με συμβάντα του απώτερου παρελθόντος μα και του πρόσφατου. Άλλοτε για νά μεταφερθεί μία είδηση, άλλοτε πάλι για διασκέδαση μιας και η διασκέδαση εκείνα τα χρόνια ήταν κάτι το σπάνιο και συνάμα δύσκολο.

Τό περιεχόμενό τους ανάλογο. Είτε σκωπτικό, περιπαικτικό, αστείο, κωμικό, σατιρικό, ιλαροτραγικό, κάποιες φορές φανταστικό, παράδοξο, υπερβολικό μα πάντοτε αυτο-σαρκαστικό* και διδακτικό συνάμα. Πίσω, όμως, από την
διαδικασία αυτή ίσως (;) να είχε μέσα του, αθέλητα κρυμμένον, πιθανόν ο αφηγητής ( μασλατατζής – χωρατατζής ) της όποιας τέτοιας αφήγησης και κάποιον Αριστοφάνη ή τον «αρχιψευταρά» παραδοξολόγο προπροπάππο μας συμπατριώτη τον Αντιφάνη* τον Βεργαίο!. Ποιός ξέρει!;.

- Μία από αυτές τις μικρές «ιστορίες», τα λεγόμενα «Μασάλια» ή «Μασλάτια» ή «Μουχαμπέτια» «μεταφέρω» παρακάτω όπως την θυμάμαι, τότε παρασταλιάζοντας, καί άκουσα από τους παλιούς στα πασταλιάσματα και στα νυχτέρια στο πατρικό μου.

Προϊδέαση – Μυθοπλασία: - Την πρώτη φορά πού βρέθηκε είς τας Αθήνας ό Αντιφάνης, προσκεκλημένος του ρήτορα Δημοσθένη, έτυχε να είναι Χειμώνας. Τό κρύο ήταν φοβερό κι ανυπόφορο!. Άπό την Άμφίπολη έφτασε στο Φάληρο με φορτηγό καράβι ιστιοφόρο, πού μετέφερε ξυλεία από το Όρος Πάγγαιον. Οι άνθρωποι τού Δημοσθένη τον υποδέχτηκαν με τις δέουσες τιμές πού έπρεπε, ως πρώην ξένο, μα και ως «Αθηναίο» πολίτη πλέον. Τού προσέφεραν ανάκλιντρο να αναπαυθεί κοντά σε αναμμένη Εστία καί για να ζεσταθεί, στην Εκκλησία του Δήμου, τον στεφάνωσαν με στεφάνι Δάφνης, του προσέφεραν οίνο από τα Μεσόγεια σε κρατήρα και σύκα αποξηραμένα.

Ο Αντιφάνης αφού τους ευχαρίστησε για όλα αυτά τά καλά του Ξένιου Δία, αρνήθηκε να καθίσει κοντά στην αναμμένη Εστία. Απομακρύνθηκε προς το παράθυρο με τον κρατήρα στο χέρι και αφέθηκε.. για να ρεμβάζει τον φουρτουνιασμένο Σαρωνικό πίνοντας το κρασί του ατάραχος, και να ακούει τους κιθαρωδούς και τους ραψωδούς !!!

-Ω! Αντιφάνη. Μά καλά δεν κρυώνεις με τέτοιο κρύο; τον ρώτησαν.
-Εε! όχι και κρύο, ώ άνδρες Άθηναίοι!, απάντησε.
-Μα πώς; δεν βλέπεις πως όλα, ειδικά σήμερα, είναι παγωμένα, και ο Κηφισός κι αυτός πάγωσε.. και τα παιδιά, νάτα τα παιδιά, κάνουν πάνω του τσουλήθρες;
-Εκεί να δείτε κρύο πού κάνει! στα μέρη μου, απάντησε…
-Δηλαδή; πόσο κρύο;!
-Να! τα λόγια πού είπαμε, στη συμφωνία πού κάναμε με τον πλοίαρχο, για τα ναύλα του ταξιδιού μου, έμειναν εκεί παγωμένα!. Ελάτε τώρα την Άνοιξη που θα λειώσουν, να τα ακούσετε!!!
- ’Ω! Μακάριοι Θεοί!.-

Σχόλια

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *