του Ηλία Τσατσόμοιρου.
Σύμφωνα με την επίσημη επιστήμη η γλώσσα είναι συμβατικό κατασκεύασμα κατά τις κρατούσες απόψεις δηλαδή δεν υπάρχει ουδεμία σχέση των γλωσσικών φθόγγων και των τριών γραμμάτων με το φυσικό περιβάλλον.
Το βιβλίο αυτό, που πλέον έχει γίνει κλασικό, είναι η πρώτη σοβαρή και επιστημονικά εμπεριστατωμένη διερεύνηση της μη συμβατικότητας της γλώσσας. Με αυστηρά αποδεικτική μέθοδο αναδεικνύεται ως κύριο γενεσιουργό στοιχείο της ελληνικής γλώσσας η ελληνική φύση, την οποία η γλώσσα αυτή μιμείται κατά τρόπο μαθηματικό. Έτσι κάθε γράμμα του Ελληνικού Αλφαβήτου φέρει σταθερή κωδική σημασία, την οποία εισάγει κυριολεκτικά ή μεταφορικά ως επί μέρους έννοια σε κάθε λέξη-έννοια που συμμετέχει π.χ. ρ = ροή (υγρών ή λόγου): ρ-εύμα, χείμα-ρρ-ος, ρ-ήμα, ρ-ήτωρ κ.λπ.).
Επίσης, εκ του γεγονότος ότι η ελληνική γη είναι η πρώτη που αναδύθηκε από τη θάλασσα πρίν 140.000.000 χρόνια, συμπεραίνεται ότι η«πρωτόγλωσσα» δεν είναι – όπως διατείνεται η επίσημη γλωσσολογία – η ανύπαρκτη ινδοευρωπαϊκή, αλλά η ελληνική, πολλά στοιχεία της οποίας άλλωστε ανιχνεύσιμα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Το βιβλίο τέλος καταρρίπτει τις κρατούσες απόψεις περί φοινικικής προέλευσης του αλφαβήτου, καθότι καταδεικνύει ότι οι έμποροι Φοίνικες δεν είχαν καν αλφαβητική γραφή, αλλά μια ατελή συλλαβική γραφή. Πρόκειται για εντελώς καινούργια προσέγγιση του φαινόμενου της Γλώσσας.
Είναι σημαντικό, ότι σε όλες σχεδόν τις γλώσσες το α έχει την πρώτη θέσι στην αλφαβητική σειρά των γραμμάτων. Είναι όμως αιτιολογημένη η πρώτη θέσι του α για τις άλλες γλώσσες – όπως θα αποδείξω ότι είναι για την ελληνική; Είναι τυχαίο π.χ., ότι τα βασικά στοιχεία της δομής του σύμπαντος έχουν λάβει ονόματα με αρκτικό γράμμα το Α, π.χ. άλς (υγρό στοιχείο), αήρ, άρουρα (χθων), αέλιος (ήλιος), άνθραξ, αίθήρ κ.λπ.; Σε ποιά άλλη γλώσσα οι σημαντικές αυτές λέξεις, εάν δεν είναι δάνειες εκ της έλληνικής, έχουν ως αρκτικό γράμμα το Α; Γιατί τo «Α» (αριθμός) εταυτίζετο με το «ΕΝ»;
«Μονάς» -έλεγεν ο Ευκλείδης- «εστίν καθ’ ήν έκαστον των όντων εν λέγεται. Α-ριθμός δε το εκ μονάδων συγκείμενον πλήθος». Το ελληνικόν αλφάβητο τελειώνει στο Ω. Το Ω παλαιότερα εγράφετο ως ΟΟ. Το Ω εδάνεισε την μορφή του στο μαθηματικό σύμβολο του απείρου (∞). Στην ελληνική σκέψι ο Ωρανός, όπως εγράφετο στην Δωρική, ο οποίος κατά την «Θεογονία» (στίχ. 126) ισούται προς το πλήθος των αστέρων, που και αυτό ισούται προς την «Γαίαν», την μάζα των δομικών στοιχείων του σύμπαντος, είχε ως αρκτικό γράμμα το Ω.; Είναι τυχαίο, ότι το άπειρον (∞) έχει σύμβολο το Ω; Πρέπει τέλος να υπενθυμίσω, ότι είναι τάσι πολλών γλωσσολόγων, και μάλιστα των «επικρατούντων» σήμερα στους πανεπιστημιακούς χώρους, η απόλυτη αποδοχή της «συμβατικότητος», δηλαδή της μη αιτιώδους σχέσεως όχι μόνο μεταξύ των σημείων, δηλαδή των λέξεων, αλλά και μεταξύ της γραφής, δηλ. των στοιχείων (γραμμάτων), και των σημαινόμενων.
Γιά τον λόγον αυτό δεν θεώρησαν ότι αναγκαστικώς υπήρξε ταυτόχρονη άνοδος γλώσσας – γραφής – πολιτισμού: διότι άλλως πως εξηγείται, ότι εδέχθησαν ως φορείς του ελληνικού αλφαβήτου τους «τρώκτας» Φοίνικας, όπως τους αποκαλεί ό Όμηρος (Οδύσ. Ξ 288), που, ενώ ως λαός ουδεμίαν ανάγκη πολιτισμού υπηρέτησαν, παρά ταύτα «επενόησαν» το άχρηστο σ’αύτούς αλφάβητο; Η αντίληψί τους ότι το γράμμα «α» ανεστραμμένο είναι η εξεικόνισις της κεφαλής βοδιού (η αντιστροφή της αλήθειας είναι γνώρισμα των νέων Φοινίκων ή φοινικιστών) αποτελεί απόδειξιν του τρόπου που η εξ-ουσία ανέτρεψε κάθε ιστορικήν αρχήν επιβάλλουσα στην θέσι του ελληνικού λόγου την εξωλογική επικράτησι των δογματικών της αντιλήψεων, με συνέπεια την εκτροπήν της φιλοσοφίας, της τέχνης, της κοσμολογίας κ.λπ, εκ του «λόγου» και την μεταβολή τους σε συμπαραστάτες και υπηρέτες των εξωλογικών «ισμών». Το αληθές πάντως, όπως θα διαπιστώση ο αναγνώστης, είναι ότι το ελληνικό αλφάβητο μόνο από βόδια δεν ξεκίνησε.
Ας δούμε τώρα το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου δίνοντας τον πρώτο λόγο στον Πλάτωνα, το έργο του οποίου με ωδήγησε στην παρούσα έρευνα. Ο Πλάτων στον διάλογο «Κρατύλος» επιδιώκων πάντοτε εκ της ετυμολογίας των λέξεων να αποκαλύψη την μεγάλη και άγνωστη δύναμι που έθεσε τα ονόματα στα πράγματα ώστε αυτά να είναι ορθά, προχώρησε στην εξέτασι του ονόματος άνθρωπος, το οποίο, όπως θα αποδειχθή, έχει ως αιτία πράγματι τον άνθρωπο (αιτιώδης σχέσι). Γιατί το όνομα που εσχηματίσθη έχει αρκτικό γράμμα το Α; Θα ξεκινήσω την έρευνα από την ετυμολογική ανάλυσι του ονόματος άνθρωπος κατά Πλάτωνα. Το όνομα «άνθρωπος» σημαίνει, ότι τα μεν άλλα θηρία «ων ορά ουδέν επισκοπεί ουδέν αναλογίζεται ουδέν αναθρεί, ο δε άνθρωπος άμα εώρακεν -τούτο δ’έστι «όπωπε»- και αναθρεί και λογίζεται τούτο ο όπωπεν. Εντεύθεν δη μόνον των θηρίων ορθώς ο άνθρωπος «άνθρωπος» ωνομάσθη αναθρών α όπωπε» («Κρατύλος» 399 c). To όνομα «άνθρωπος» σημαίνει ότι, ενώ τα άλλα ζώα [απ’όσα βλέπουν τίποτε δεν εξετάζουν ούτε στοχάζονται ούτε παρατηρούν με προσοχή, ο άνθρωπος όμως συγχρόνως και βλέπει -αυτό δε, είναι το «όπωπε»- και παρατηρει με προσοχή («αναθρεί») και στοχάζεται αυτά που έχει ιδεί. Απ’ αυτό λοιπόν μόνον ο άνθρωπος από όλα τα ζώα ωνομάσθη ορθά «άνθρωπος», διότι εξετάζει με προσοχή (και αναλογίζεται αργότερα) όσα έχει ιδεί («αναθρών α όπωπε»).
Η έρευνα για το έμβιον ον, το θηλαστικό «άνθρωπος» δεν θα ήταν ανάγκη να αρχίση απ’ τα πανάρχαια χρόνια, τα χρόνια δηλαδή της παρουσίας του έλλοπος θηρευτού και κτηνοτρόφου, εάν η ονοματοθεσία δεν συνετελείτο σε νεώτερη αλλά επίσης πανάρχαια περίοδο, οπότε εδόθησαν τα περισσότερα ονόματα στα πράγματα. Πως όμως θα εδίδαμε τον ορισμόν της έννοιας άνθρωπος, ώστε η σχηματιζόμενη λέξις να ανταποκρίνεται στα κύρια χαρακτηριστικά του όντος άνθρωπος; Ας ξεκινήσουμε την έρευναν από την πρώτην στιγμή της παρουσίας τoυ, δηλαδή της εξόδου εκ της μήτρας (της «νηδύος») της μητρός του στον «νηόν» (σπήλαιο, ναός, νους) του μικρού νέου ανθρώπου, του «νη-πίου».
Ας παρακολουθήσουμε ως ακροατές έξω του αρχεγόνου αυτού «μαιευτηρίου» τας «μογοστόκους Ειλειθυίας, Ήρης θυγατέρας πικράς ωδίνας εχούσας», δηλαδή τις ωδινοφόρες της Ήρας θυγατέρες τις Ειλείθυιες, που ορίζουν τους πικρούς πόνους του τοκετού (Ιλ. Λ 270: Ειλείθυιαι ήταν οι βοηθούσες γυναίκες τον τοκετόν). Και να η φωνή τoυ νηπίου… Είναι, αναγνώστη, κανόνας χωρίς εξαίρεσι ότι: όλων των θηλαστικών τα νεογέννητα, πλήν του «ανθρώπου», αμέσως μετά την έξοδον εκ της μήτρας δεν φωνάζουν. Ο άνθρωπος όμως φων-ά-ζει, δηλαδή εκβάλλει φωνήν «Α».
ΚΕΙΜΕΝΟ:hellas-now.blogspot.gr
©ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ/visaltis.net
Σχόλια