Το Σπήλαιο Θεόπετρας λειτούργησε ως προστατευτικό κέλυφος για τον πολιτισμό για μια μεγάλη χρονική περίοδο που ξεκινά από την Παλαιολιθική εποχή και φτάνει μέχρι την Νεολιθική εποχή.
Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό σπήλαιο στο οποίο βρέθηκαν τα πιο παλιά αποτυπώματα που έχουν ανακαλυφθεί ποτέ στην Ελλάδα. Είναι αποτυπώματα ποδιών δύο παιδιών και η ηλικία τους αγγίζει τα 49.000 χρόνια!
Επιστημονική σπουδαιότητα του σπηλαίου κρίνεται ως πολύ σημαντική για την προϊστορία όλου του ελλαδικού χώρου καθώς, όπως σημειώνουν οι αρχαιολόγοι, είναι ένα από τα λίγα σπήλαια στην Ελλάδα με τόσο μεγάλο εύρος επιχώσεων που καλύπτουν την εξέλιξη του ανθρώπου σε μία περίοδο πολύ καθοριστική για την εξέλιξή του της μετάβασης του, δηλαδή, από τον Νεάτερνταλ στο Χόμο Σάπιενς.
Ιδιαίτερα σημαντικός για τους επιστήμονες θεωρείται ο σκελετός της Μεσολιθικής εποχής (χρονολογείται στο 8000π.χ περίπου). Αν και είναι γνωστή η κατοίκηση του ελλαδικού χώρου αυτή την εποχή, τα σκελετικά ευρήματα σπανίζουν. Ένας ακόμη σκελετός αυτής της περιόδου έχει βρεθεί στο Φραγθί της Αργολίδας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης , τρία στρώματα σκληρών ιζημάτων που παρεμβάλλονται στις επιχώσεις του σπηλαίου και που, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, αντιπροσωπεύουν πιθανότατα εποχές παγετώνων στη Θεσσαλία. Αποτέλεσαν μήπως ξεχωριστή φυλή οι άνθρωποι που αναζητούσαν ασφάλεια στον προστατευόμενο χώρο των κοιλωμάτων της γης;
Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι τα σπήλαια λειτουργούσαν ως καταφύγια για ορισμένες «κοινωνικές» ομάδες που, όμως είχε τον ίδιο πολιτισμό με τους ανθρώπους που κατοικούσαν εκτός σπηλαίων, στις ανοιχτές πεδιάδες.
"Στη Θεόπετρα ευτυχήσαμε να έχουμε βρει έξι ανθρώπινους σκελετούς, δύο της Ανώτερης Παλαιολιθικής, ο ένας είναι χρονολογημένος στα 14.500 π.Χ., δηλαδή μετά το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου, και τέσσερις της Μεσολιθικής χρονολογημένους στα 7.000 - 7.500 περίπου π.Χ." επισημαίνει η διευθύντρια της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του ΥΠΠΟ.
Τονίζει δε ότι "τα αποτυπώματα ανθρώπινων πελμάτων είναι μοναδικά στον ελλαδικό χώρο και εξαιρετικά σπάνια σε παγκόσμια κλίμακα, και ελπίζουμε ότι θα συμβάλουν στη μελέτη της παρουσίας και της εξέλιξης του ανθρώπου στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται μεταξύ της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, ώστε είναι πιθανή η εμφάνιση του σύγχρονου ανθρώπου και εδώ πολύ νωρίτερα απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη".
Η χρονολόγηση πραγματοποιήθηκε στο εργαστήριο Αρχαιομετρίας του κέντρου «Δημόκριτος» από την ερευνητική ομάδα των Ν. Ζαχαριά, επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και του Δρ. Ι. Μπασιάκου, διευθυντή ερευνών του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «Δημόκριτος».
Η ανασκαφή ξεκίνησε το 1987 από την αρχαιολόγο Αικατερίνη Κυπαρίσση-Αποστολίκα και συνεχίστηκε μέχρι και το 2005 οπότε και ξεκίνησαν τα έργα για την ανάπλαση και ανάδειξη του σπηλαίου με τη δημιουργία διαδρόμου επισκεπτών ο οποίος εξυπηρετεί και Άτομα με Ειδικές Ανάγκες. Αυτή τη στιγμή τα έργα έχουν ολοκληρωθεί και το σπήλαιο είναι ανοιχτό στους επισκέπτες.
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΠΕΤΡΑΣ
Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα
Αρχαιολόγος
Η Προϊστορική έρευνα στο χώρο της Θεσσαλίας ήταν γνωστή μέχρι τώρα κυρίως από ανασκαφές σε υπαίθριους νεολιθικούς οικισμούς (μαγούλες). Η συστηματική ανασκαφή, για πρώτη φορά στη Θεσσαλία μέσα σε σπήλαιο με διαπιστωμένη κατοίκηση οδήγησε την έρευνα σε παλαιολιθικά στρώματα, τοποθετώντας έτσι το πρόβλημα του προϊστορικού κατοίκου της Θεσσαλίας σε νέα βάση.
Το σπήλαιο της Θεόπετρας βρίσκεται στη Β.Α. πλευρά του βραχώδους ασβεστολιθικού όγκου που υψώνεται πάνω από την ομώνυμη κοινότητα, στα δεξιά της διαδρομής από Τρίκαλα προς Καλαμπάκα, 3 χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στην τελευταία. Η ηλικία των ασβεστόλιθων της Θεόπετρας έχει προσδιοριστεί στην ανώτερη Κρητιδική περίοδο, δηλαδή πριν από εκατό εκατομμύρια χρόνια περίπου.
Από την είσοδο του σπηλαίου (εικ.2), που είναι πολύ μεγάλη (17x3 μ. περίπου), σχεδόν όσο και το εσωτερικό του πλάτος, βλέπει κανείς απέναντι τα Μετέωρα, ενώ πολύ κοντά περνάει, διασχίζοντας το θεσσαλικό κάμπο, ο ποταμός Ληθαίος, παραπόταμος του Πηνειού, που το καλοκαίρι σχεδόν στερεύει. Η υψομετρική διαφορά από το ποτάμι ως την σπηλιά είναι γύρω στα 100 μ. Το εσωτερικό της έχει έκταση περίπου 500 τ.μ. και σχήμα ακανόνιστα τετράπλευρο με μικρές κόγχες στην περιφέρεια του, που στην πρώτη τουλάχιστον εποχή της κατοίκησής της θα πρέπει να έδιναν την εντύπωση μικρών δωματίων γύρω από τον κεντρικό θάλαμο (εικ.3).
Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά για το σπήλαιο αυτό από τον Δ.Θεοχάρη (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, 1970, Α, σ.37), ως μία από τις θέσεις του εσωτερικού της χώρας, όπου έχουν επισημανθεί εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής.
Ο ίδιος αυτός χώρος της σπηλιάς φαίνεται ότι δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται, αφού οι ντόπιοι βοσκοί τον χρησιμοποιούσαν πάντα σαν στάνη για την φύλαξη ζώων, ενώ κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου χρησιμοποιήθηκε για να κρύβονται οι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι μετρούν ακόμα το μέγεθος της με τον αριθμό των ανθρώπων ή των ζώων που χωράει.
Το φυσικό δάπεδο του σπηλαίου, που βέβαια δεν ήταν ομοιόμορφο σ’ όλη την έκταση του, βρισκόταν στην μεν περιφέρεια γύρω στα 3-3,50 μ. βάθος από τη σημερινή επιφάνεια της επίχωσης, στο κέντρο όμως της σπηλιάς ήταν ακόμα βαθύτερα, περισσότερο από 4 μ. αφού σ’ αυτό το τελευταίο βάθος που βρισκόμαστε ήδη δεν έχουμε «ακουμπήσει» τον φυσικό βράχο. Στην είσοδο της σπηλιάς επίσης, ο φυσικός βράχος ανεβαίνει αρκετά ψηλά δημιουργώντας έτσι ένα φυσικό προστατευτικό τείχος για τους ενοίκους του σπηλαίου.
Η ανασκαφή αυτή, που έχει γίνει ως τώρα σε τρείς περιόδους του ενός μηνός η καθεμία, αντιμετώπισε στην αρχή πολλά τεχνικά προβλήματα, λόγω βασικών ελλείψεων όπως δρόμου για την μεταφορά υλικών και εργαλείων, νερού, που ακόμα τώρα μεταφέρεται σε μπιτόνια, και ηλεκτρικού ρεύματος – όλη η ανασκαφή γίνεται με τη βοήθεια γεννήτριας. Όλα όμως ξεπεράστηκαν χάρη στη βοήθεια και την προθυμία των ντόπιων εργατών και την αγάπη που έδειξε το προσωπικό της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας- Σπηλαιολογίας του ΥΠΠΟ, υπό την ευθύνη και την επίβλεψη της οποίας γίνεται η ανασκαφή αυτή.
Μέχρι στιγμής έχουν ανοιχτεί δώδεκα σκάμματα ( διαστάσεων 2x2 μ. ), τα περισσότερα στο κέντρο της σπηλιάς, όπου φαίνεται ότι αναπτύχθηκαν κυρίως οι δραστηριότητες των προϊστορικών ενοίκων της.
Από την ανασκαφική έρευνα προέκυψε ότι η πρώτη εγκατάσταση ανθρώπων στο σπήλαιο αυτό έγινε κατά την Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Έκτοτε κατοικήθηκε συνέχεια μέχρι το τέλος της Νεολιθικής εποχής και ίσως τις αρχές της Χαλκοκρατίας, οπότε και εγκαταλείφθηκε ως τόπος κατοικίας, ενώ ήδη από τη Νεολιθική Εποχή αναπτύσσονται υπαίθριοι οικισμοί. Δεν σταμάτησε όμως ποτέ να χρησιμοποιείται περιστασιακά.
Η επίχωση των νεολιθικών στρωμάτων έφτανε το 1,50-1,70 μ. περίπου, με κεραμική τυπικά θεσσαλική, που καλύπτει την αρχαιότερη, μέση και Νεολιθική Εποχή, με δείγματα από τις γνωστές τυπολογίες του Σέσκλου, Τσαγλιού, Αράπη κλπ. (εικ.4,5), ενώ υπάρχουν και λίγα όστρακα των αρχών της Χαλκοκρατίας και ακόμα λιγότερα ντόπιας Μυκηναϊκής κεραμικής, σημάδι ότι κάπου εκεί γύρω η ζωή συνεχίστηκε κατά τους επόμενους μετά την Νεολιθική Εποχή αιώνες. Η κατανομή των κεραμικών και των άλλων ευρημάτων δεν ήταν βέβαια παντού ίδια. Ιδιαίτερα πυκνή ήταν στα ανασκαφικά τετράγωνα Η9, Η10, Θ10, όπου εκτός των άλλων, αποκαλύφθηκε σε βάθος 1,40 μ. πέτρινος τοίχος πλάτους 50 εκ. και ύψους 60 εκ. περίπου (εικ.6).
Το μέχρι στιγμής αποκαλυφθέν τμήμα που έχει σχήμα Τ και συνδετική ύλη ανάμεσα στις πέτρες πηλό.
Στα 2 μ. βάθος, όπου είναι και η θεμελίωση του τοίχου, αποκαλύφθηκαν δυο επάλληλα δάπεδα από πηλό, που πρέπει να ανήκουν στην κατασκευή που όριζε ο τοίχος. Πάνω σ’ αυτά τα δάπεδα, σε δύο τουλάχιστον σημεία, εντοπίστηκαν έντονα ίχνη φωτιάς που ανήκουν σε ανοιχτές αδιαμόρφωτες εστίες. Σε άλλα σημεία, κοντά στον τοίχο, βρέθηκε πηλός από επάλειψη στέγης ή τοίχων με αποτυπώματα καλαμιών και ξύλων. Η ύπαρξη κτισμάτων μέσα στο χώρο του σπηλαίου θα πρέπει να σημαίνει είτε διαχωρισμό των ενοίκων σε μικρότερες ομάδες (οικογένειες) είτε ότι μ’αυτό τον τρόπο δινόταν λύση στο πρόβλημα της σταγονορροής από την οροφή του σπηλαίου κατά τους χειμερινούς κυρίως μήνες και όπου αυτό παρουσιαζόταν. Η άποψη αυτή θα ενισχυθεί αν βρεθούν και άλλες τέτοιες κατασκευές.
Άλλα ευρήματα, ενδεικτικά της οικιακής οικονομίας τους κατά την Νεολιθική φάση της κατοίκησης του σπηλαίου, είναι διάφορα σφονδήλια, κυρίως πήλινα, για την επεξεργασία του μαλλιού, οστέινες βελόνες για το ράψιμο των ρούχων και των δερμάτων, ένα οστέινο κουταλάκι, λίγα κοσμήματα από όστρεα θαλασσινά, φερμένα ίσως από άλλους παραθαλάσσιους οικισμούς, και πολλά λίθινα εργαλεία (εικ. 7), κυρίως από ντόπιο καφέ πυριτόλιθο, που τον εύρισκαν στα γειτονικά ποτάμια, αλλά και αξίνες και τσεκουράκια από άλλες πέτρες.
Βρέθηκαν επίσης πολλοί μυλόλιθοι για το κοπάνισμα των καρπών, σχεδόν πάντα ακέραιοι. Οι καμένοι καρποί που συλλέχθηκαν με την μέθοδο του νεροκόσκινου δεν έχουν ακόμα ταυτιστεί, βρίσκονται υπό μελέτη.
Από το οστεολογικό υλικό των Νεολιθικών στρωμάτων διαπιστώνεται κυρίως η παρουσία αιγοπροβάτων, βοοειδών, χοίρων και αγριόχοιρων, τουλάχιστον δύο ελαφιών και λιγότερο σκύλου, ασβού, λαγού, χελώνας και μικροπανίδας. Υπάρχουν επίσης μερικά θραύσματα ανθρώπινων οστών.
Μερικά προκαταρκτικά συμπεράσματα που βγαίνουν απ’ αυτό το οστεολογικό υλικό είναι:
Η παρουσία ελαφιών- αγριόχοιρων, αποτέλεσμα της κυνηγετικής δραστηριότητας των ανθρώπων του σπηλαίου. Ο ορεινός όγκος του Κόζιακα, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη Θεόπετρα, προσελκύει και σήμερα ακόμη πολλούς κυνηγούς.
Υπάρχουν δείγματα απ’ όλα τα μέλη του σκελετού και πολλά οστά σπονδυλικής στήλης, που σημαίνει ότι τα σκοτωμένα ζώα μεταφέρονταν ολόκληρα στην σπηλιά για να φαγωθούν.
Σημάδια από χαρακιές και φωτιά πάνω σε κόκαλα δείχνουν ότι τεμάχιζαν και έψηναν τα σκοτωμένα ζώα για να τα φάνε.
Σε μερικά οστά υπάρχουν σημάδια από δόντια σαρκοβόρων, τα οποία θα συμμετείχαν στο γεύμα των κυνηγών.
Το ανθρώπινο οστεολογικό υλικό μελετάται επίσης και από την άποψη τυχόν αλλοιώσεων τους, οι οποίες θα μπορούσαν να υποδηλώνουν ασθένειες ή άλλου είδους χειρουργικές επεμβάσεις.
Μετά το 1,50-1,70 μ. βάθος τα κεραμικά ευρήματα σταμάτησαν, δεν σταμάτησαν όμως να βγαίνουν πυριτόλιθοι και μερικά οστά, άλλοτε σαφώς δουλεμένα για να γίνουν εργαλεία και άλλοτε απλώς σπασμένα κόκαλα με σαφή όμως ίχνη χρήσης. Ανάμεσα τους υπάρχει κι ένα σπασμένο κόκαλο με χαραγμένες εγκαρσίως μικρές παράλληλες μεταξύ τους γραμμές-σίγουρα κάποια σημάδια για τον κάτοχο του, κάποια μορφή μέτρησης ίσως. Διάφορες ποταμίσιες κροκάλες μαρτυρούν επίσης την χρήση τους από τον άνθρωπο. Σε βάθος 3 μ. περίπου βρέθηκαν μικρές σχηματοποιημένες μάζες άψητου πυλού, που φαίνεται ν’ αποτελούν τις πρώτες προσπάθειες να δώσει ο άνθρωπος εκείνης της εποχής μορφή στον πυλό, πριν κατακτήσει τη γνώση του ψησίματός του. Στο ίδιο περίπου βάθος βρέθηκαν συγκεντρωμένοι όγκοι χώματος, έντονα κόκκινου, που η ανάλυση του έδειξε ότι δεν είχε πλαστικότητα για την κατασκευή σκευών, και ίσως χρησιμοποιούνταν ως βαφή ή κάτι άλλο.
Η εξέταση της τυπολογίας των λίθινων εργαλείων της παλαιολιθικής φάσης της κατοίκησης του σπηλαίου από ειδικούς συνεργάτες πιστοποιεί την ύπαρξη ανθρώπων στο σπήλαιο κατά τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Δεν υπάρχουν ωστόσο σαφή δείγματα της λεγόμενης «μεσολιθικής» φάσης, η ύπαρξη της οποίας άλλωστε αμφισβητείται όσον αφορά τη Θεσσαλία.
Το σκάψιμο έχει ολοκληρωθεί σε δύο μόνο από τα περιφερειακά σκάμματα σε βάθος 3,30 μ. περίπου, ενώ έχει ξεπεράσει τα 4 μ. στα σκάμματα του κέντρου της σπηλιάς, χωρίς να έχει βρεθεί ακόμα εκεί ο φυσικός βράχος.
Δείγμα άνθρακα που δόθηκε στο εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Δημόκριτου για ανάλυση C14, και που δεν ήταν από τα βαθύτατα σημεία, δίνει την χρονολογία 38.579 πριν από σήμερα (+3963 – 2642), χρονολογία που πλησιάζει πολύ σ’ εκείνη των παλαιολιθικών του Πηνειού που είχε βρει ο Milojcic (44.000) και με τα οποία μοιάζουν τα παλαιότερα εργαλεία της Θεόπετρας.
Η ανασκαφή του σπηλαίου της Θεόπετρας δεν θα προσέφερε ίσως τίποτα καινούργιο, αν η στρωματογραφία της εξαντλούνταν στις Νεολιθικές φάσεις , τις οποίες γνωρίζουμε πολύ καλά από ανασκαφές ενός περίπου αιώνα τώρα σε διάφορες γνωστές υπαίθριες θέσεις της Θεσσαλίας.
Ήταν επίσης ήδη γνωστό ότι είχαν εντοπιστεί Παλαιολιθικά ευρήματα στις όχθες του Πηνειού και σε άλλες υπαίθριες θέσεις.
Εκείνο που προσφέρει για πρώτη στη θεσσαλική βιβλιογραφία η ανασκαφή της Θεόπετρας είναι η απόδειξη συνεχούς κατοίκησης του ανθρώπου που μέσα στο ίδιο σπήλαιο από την Παλαιολιθική ως το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, σε δύο διαφορετικές για εμάς τους αρχαιολόγος εποχές που οι καιρικές και περιβαλλοντικές συνθήκες διέφεραν από την μία στην άλλη.
Και είναι πραγματικά συγκλονιστικό να βλέπει κανείς πως οι σχηματοποιημένες μάζες του άψητου πηλού κατέληξαν μέσα στον ίδιο χώρο στα θαυμάσια δείγματα των αγγείων της Μέσης και της Νεότερης Νεολιθικής Εποχής.
Η ανασκαφή αυτή είναι ακόμη σε εξέλιξη. Ένα συνεργείο ειδικών αρχαιολόγων, ανθρωπολόγων, ζωολόγων, βοτανολόγων, γεωλόγων, συντηρητών, σχεδιαστών κλπ. συνεργάζεται για την μελέτη του υλικού και για την συνέχιση της προσπάθειας να ολοκληρωθεί η ανασκαφή αυτή, που πιστεύουμε ότι θα συμβάλει στη γνώση της απώτερης Προϊστορίας του ανθρώπου στη Θεσσαλία.
Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό σπήλαιο στο οποίο βρέθηκαν τα πιο παλιά αποτυπώματα που έχουν ανακαλυφθεί ποτέ στην Ελλάδα. Είναι αποτυπώματα ποδιών δύο παιδιών και η ηλικία τους αγγίζει τα 49.000 χρόνια!
Επιστημονική σπουδαιότητα του σπηλαίου κρίνεται ως πολύ σημαντική για την προϊστορία όλου του ελλαδικού χώρου καθώς, όπως σημειώνουν οι αρχαιολόγοι, είναι ένα από τα λίγα σπήλαια στην Ελλάδα με τόσο μεγάλο εύρος επιχώσεων που καλύπτουν την εξέλιξη του ανθρώπου σε μία περίοδο πολύ καθοριστική για την εξέλιξή του της μετάβασης του, δηλαδή, από τον Νεάτερνταλ στο Χόμο Σάπιενς.
Ιδιαίτερα σημαντικός για τους επιστήμονες θεωρείται ο σκελετός της Μεσολιθικής εποχής (χρονολογείται στο 8000π.χ περίπου). Αν και είναι γνωστή η κατοίκηση του ελλαδικού χώρου αυτή την εποχή, τα σκελετικά ευρήματα σπανίζουν. Ένας ακόμη σκελετός αυτής της περιόδου έχει βρεθεί στο Φραγθί της Αργολίδας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης , τρία στρώματα σκληρών ιζημάτων που παρεμβάλλονται στις επιχώσεις του σπηλαίου και που, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, αντιπροσωπεύουν πιθανότατα εποχές παγετώνων στη Θεσσαλία. Αποτέλεσαν μήπως ξεχωριστή φυλή οι άνθρωποι που αναζητούσαν ασφάλεια στον προστατευόμενο χώρο των κοιλωμάτων της γης;
Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι τα σπήλαια λειτουργούσαν ως καταφύγια για ορισμένες «κοινωνικές» ομάδες που, όμως είχε τον ίδιο πολιτισμό με τους ανθρώπους που κατοικούσαν εκτός σπηλαίων, στις ανοιχτές πεδιάδες.
"Στη Θεόπετρα ευτυχήσαμε να έχουμε βρει έξι ανθρώπινους σκελετούς, δύο της Ανώτερης Παλαιολιθικής, ο ένας είναι χρονολογημένος στα 14.500 π.Χ., δηλαδή μετά το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου, και τέσσερις της Μεσολιθικής χρονολογημένους στα 7.000 - 7.500 περίπου π.Χ." επισημαίνει η διευθύντρια της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του ΥΠΠΟ.
Τονίζει δε ότι "τα αποτυπώματα ανθρώπινων πελμάτων είναι μοναδικά στον ελλαδικό χώρο και εξαιρετικά σπάνια σε παγκόσμια κλίμακα, και ελπίζουμε ότι θα συμβάλουν στη μελέτη της παρουσίας και της εξέλιξης του ανθρώπου στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται μεταξύ της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, ώστε είναι πιθανή η εμφάνιση του σύγχρονου ανθρώπου και εδώ πολύ νωρίτερα απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη".
Η χρονολόγηση πραγματοποιήθηκε στο εργαστήριο Αρχαιομετρίας του κέντρου «Δημόκριτος» από την ερευνητική ομάδα των Ν. Ζαχαριά, επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και του Δρ. Ι. Μπασιάκου, διευθυντή ερευνών του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «Δημόκριτος».
Η ανασκαφή ξεκίνησε το 1987 από την αρχαιολόγο Αικατερίνη Κυπαρίσση-Αποστολίκα και συνεχίστηκε μέχρι και το 2005 οπότε και ξεκίνησαν τα έργα για την ανάπλαση και ανάδειξη του σπηλαίου με τη δημιουργία διαδρόμου επισκεπτών ο οποίος εξυπηρετεί και Άτομα με Ειδικές Ανάγκες. Αυτή τη στιγμή τα έργα έχουν ολοκληρωθεί και το σπήλαιο είναι ανοιχτό στους επισκέπτες.
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΠΕΤΡΑΣ
Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα
Αρχαιολόγος
Η Προϊστορική έρευνα στο χώρο της Θεσσαλίας ήταν γνωστή μέχρι τώρα κυρίως από ανασκαφές σε υπαίθριους νεολιθικούς οικισμούς (μαγούλες). Η συστηματική ανασκαφή, για πρώτη φορά στη Θεσσαλία μέσα σε σπήλαιο με διαπιστωμένη κατοίκηση οδήγησε την έρευνα σε παλαιολιθικά στρώματα, τοποθετώντας έτσι το πρόβλημα του προϊστορικού κατοίκου της Θεσσαλίας σε νέα βάση.
Το σπήλαιο της Θεόπετρας βρίσκεται στη Β.Α. πλευρά του βραχώδους ασβεστολιθικού όγκου που υψώνεται πάνω από την ομώνυμη κοινότητα, στα δεξιά της διαδρομής από Τρίκαλα προς Καλαμπάκα, 3 χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στην τελευταία. Η ηλικία των ασβεστόλιθων της Θεόπετρας έχει προσδιοριστεί στην ανώτερη Κρητιδική περίοδο, δηλαδή πριν από εκατό εκατομμύρια χρόνια περίπου.
Από την είσοδο του σπηλαίου (εικ.2), που είναι πολύ μεγάλη (17x3 μ. περίπου), σχεδόν όσο και το εσωτερικό του πλάτος, βλέπει κανείς απέναντι τα Μετέωρα, ενώ πολύ κοντά περνάει, διασχίζοντας το θεσσαλικό κάμπο, ο ποταμός Ληθαίος, παραπόταμος του Πηνειού, που το καλοκαίρι σχεδόν στερεύει. Η υψομετρική διαφορά από το ποτάμι ως την σπηλιά είναι γύρω στα 100 μ. Το εσωτερικό της έχει έκταση περίπου 500 τ.μ. και σχήμα ακανόνιστα τετράπλευρο με μικρές κόγχες στην περιφέρεια του, που στην πρώτη τουλάχιστον εποχή της κατοίκησής της θα πρέπει να έδιναν την εντύπωση μικρών δωματίων γύρω από τον κεντρικό θάλαμο (εικ.3).
Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά για το σπήλαιο αυτό από τον Δ.Θεοχάρη (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, 1970, Α, σ.37), ως μία από τις θέσεις του εσωτερικού της χώρας, όπου έχουν επισημανθεί εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής.
Ο ίδιος αυτός χώρος της σπηλιάς φαίνεται ότι δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται, αφού οι ντόπιοι βοσκοί τον χρησιμοποιούσαν πάντα σαν στάνη για την φύλαξη ζώων, ενώ κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου χρησιμοποιήθηκε για να κρύβονται οι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι μετρούν ακόμα το μέγεθος της με τον αριθμό των ανθρώπων ή των ζώων που χωράει.
Το φυσικό δάπεδο του σπηλαίου, που βέβαια δεν ήταν ομοιόμορφο σ’ όλη την έκταση του, βρισκόταν στην μεν περιφέρεια γύρω στα 3-3,50 μ. βάθος από τη σημερινή επιφάνεια της επίχωσης, στο κέντρο όμως της σπηλιάς ήταν ακόμα βαθύτερα, περισσότερο από 4 μ. αφού σ’ αυτό το τελευταίο βάθος που βρισκόμαστε ήδη δεν έχουμε «ακουμπήσει» τον φυσικό βράχο. Στην είσοδο της σπηλιάς επίσης, ο φυσικός βράχος ανεβαίνει αρκετά ψηλά δημιουργώντας έτσι ένα φυσικό προστατευτικό τείχος για τους ενοίκους του σπηλαίου.
Η ανασκαφή αυτή, που έχει γίνει ως τώρα σε τρείς περιόδους του ενός μηνός η καθεμία, αντιμετώπισε στην αρχή πολλά τεχνικά προβλήματα, λόγω βασικών ελλείψεων όπως δρόμου για την μεταφορά υλικών και εργαλείων, νερού, που ακόμα τώρα μεταφέρεται σε μπιτόνια, και ηλεκτρικού ρεύματος – όλη η ανασκαφή γίνεται με τη βοήθεια γεννήτριας. Όλα όμως ξεπεράστηκαν χάρη στη βοήθεια και την προθυμία των ντόπιων εργατών και την αγάπη που έδειξε το προσωπικό της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας- Σπηλαιολογίας του ΥΠΠΟ, υπό την ευθύνη και την επίβλεψη της οποίας γίνεται η ανασκαφή αυτή.
Μέχρι στιγμής έχουν ανοιχτεί δώδεκα σκάμματα ( διαστάσεων 2x2 μ. ), τα περισσότερα στο κέντρο της σπηλιάς, όπου φαίνεται ότι αναπτύχθηκαν κυρίως οι δραστηριότητες των προϊστορικών ενοίκων της.
Από την ανασκαφική έρευνα προέκυψε ότι η πρώτη εγκατάσταση ανθρώπων στο σπήλαιο αυτό έγινε κατά την Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Έκτοτε κατοικήθηκε συνέχεια μέχρι το τέλος της Νεολιθικής εποχής και ίσως τις αρχές της Χαλκοκρατίας, οπότε και εγκαταλείφθηκε ως τόπος κατοικίας, ενώ ήδη από τη Νεολιθική Εποχή αναπτύσσονται υπαίθριοι οικισμοί. Δεν σταμάτησε όμως ποτέ να χρησιμοποιείται περιστασιακά.
Η επίχωση των νεολιθικών στρωμάτων έφτανε το 1,50-1,70 μ. περίπου, με κεραμική τυπικά θεσσαλική, που καλύπτει την αρχαιότερη, μέση και Νεολιθική Εποχή, με δείγματα από τις γνωστές τυπολογίες του Σέσκλου, Τσαγλιού, Αράπη κλπ. (εικ.4,5), ενώ υπάρχουν και λίγα όστρακα των αρχών της Χαλκοκρατίας και ακόμα λιγότερα ντόπιας Μυκηναϊκής κεραμικής, σημάδι ότι κάπου εκεί γύρω η ζωή συνεχίστηκε κατά τους επόμενους μετά την Νεολιθική Εποχή αιώνες. Η κατανομή των κεραμικών και των άλλων ευρημάτων δεν ήταν βέβαια παντού ίδια. Ιδιαίτερα πυκνή ήταν στα ανασκαφικά τετράγωνα Η9, Η10, Θ10, όπου εκτός των άλλων, αποκαλύφθηκε σε βάθος 1,40 μ. πέτρινος τοίχος πλάτους 50 εκ. και ύψους 60 εκ. περίπου (εικ.6).
Το μέχρι στιγμής αποκαλυφθέν τμήμα που έχει σχήμα Τ και συνδετική ύλη ανάμεσα στις πέτρες πηλό.
Στα 2 μ. βάθος, όπου είναι και η θεμελίωση του τοίχου, αποκαλύφθηκαν δυο επάλληλα δάπεδα από πηλό, που πρέπει να ανήκουν στην κατασκευή που όριζε ο τοίχος. Πάνω σ’ αυτά τα δάπεδα, σε δύο τουλάχιστον σημεία, εντοπίστηκαν έντονα ίχνη φωτιάς που ανήκουν σε ανοιχτές αδιαμόρφωτες εστίες. Σε άλλα σημεία, κοντά στον τοίχο, βρέθηκε πηλός από επάλειψη στέγης ή τοίχων με αποτυπώματα καλαμιών και ξύλων. Η ύπαρξη κτισμάτων μέσα στο χώρο του σπηλαίου θα πρέπει να σημαίνει είτε διαχωρισμό των ενοίκων σε μικρότερες ομάδες (οικογένειες) είτε ότι μ’αυτό τον τρόπο δινόταν λύση στο πρόβλημα της σταγονορροής από την οροφή του σπηλαίου κατά τους χειμερινούς κυρίως μήνες και όπου αυτό παρουσιαζόταν. Η άποψη αυτή θα ενισχυθεί αν βρεθούν και άλλες τέτοιες κατασκευές.
Άλλα ευρήματα, ενδεικτικά της οικιακής οικονομίας τους κατά την Νεολιθική φάση της κατοίκησης του σπηλαίου, είναι διάφορα σφονδήλια, κυρίως πήλινα, για την επεξεργασία του μαλλιού, οστέινες βελόνες για το ράψιμο των ρούχων και των δερμάτων, ένα οστέινο κουταλάκι, λίγα κοσμήματα από όστρεα θαλασσινά, φερμένα ίσως από άλλους παραθαλάσσιους οικισμούς, και πολλά λίθινα εργαλεία (εικ. 7), κυρίως από ντόπιο καφέ πυριτόλιθο, που τον εύρισκαν στα γειτονικά ποτάμια, αλλά και αξίνες και τσεκουράκια από άλλες πέτρες.
Βρέθηκαν επίσης πολλοί μυλόλιθοι για το κοπάνισμα των καρπών, σχεδόν πάντα ακέραιοι. Οι καμένοι καρποί που συλλέχθηκαν με την μέθοδο του νεροκόσκινου δεν έχουν ακόμα ταυτιστεί, βρίσκονται υπό μελέτη.
Από το οστεολογικό υλικό των Νεολιθικών στρωμάτων διαπιστώνεται κυρίως η παρουσία αιγοπροβάτων, βοοειδών, χοίρων και αγριόχοιρων, τουλάχιστον δύο ελαφιών και λιγότερο σκύλου, ασβού, λαγού, χελώνας και μικροπανίδας. Υπάρχουν επίσης μερικά θραύσματα ανθρώπινων οστών.
Μερικά προκαταρκτικά συμπεράσματα που βγαίνουν απ’ αυτό το οστεολογικό υλικό είναι:
Η παρουσία ελαφιών- αγριόχοιρων, αποτέλεσμα της κυνηγετικής δραστηριότητας των ανθρώπων του σπηλαίου. Ο ορεινός όγκος του Κόζιακα, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη Θεόπετρα, προσελκύει και σήμερα ακόμη πολλούς κυνηγούς.
Υπάρχουν δείγματα απ’ όλα τα μέλη του σκελετού και πολλά οστά σπονδυλικής στήλης, που σημαίνει ότι τα σκοτωμένα ζώα μεταφέρονταν ολόκληρα στην σπηλιά για να φαγωθούν.
Σημάδια από χαρακιές και φωτιά πάνω σε κόκαλα δείχνουν ότι τεμάχιζαν και έψηναν τα σκοτωμένα ζώα για να τα φάνε.
Σε μερικά οστά υπάρχουν σημάδια από δόντια σαρκοβόρων, τα οποία θα συμμετείχαν στο γεύμα των κυνηγών.
Το ανθρώπινο οστεολογικό υλικό μελετάται επίσης και από την άποψη τυχόν αλλοιώσεων τους, οι οποίες θα μπορούσαν να υποδηλώνουν ασθένειες ή άλλου είδους χειρουργικές επεμβάσεις.
Μετά το 1,50-1,70 μ. βάθος τα κεραμικά ευρήματα σταμάτησαν, δεν σταμάτησαν όμως να βγαίνουν πυριτόλιθοι και μερικά οστά, άλλοτε σαφώς δουλεμένα για να γίνουν εργαλεία και άλλοτε απλώς σπασμένα κόκαλα με σαφή όμως ίχνη χρήσης. Ανάμεσα τους υπάρχει κι ένα σπασμένο κόκαλο με χαραγμένες εγκαρσίως μικρές παράλληλες μεταξύ τους γραμμές-σίγουρα κάποια σημάδια για τον κάτοχο του, κάποια μορφή μέτρησης ίσως. Διάφορες ποταμίσιες κροκάλες μαρτυρούν επίσης την χρήση τους από τον άνθρωπο. Σε βάθος 3 μ. περίπου βρέθηκαν μικρές σχηματοποιημένες μάζες άψητου πυλού, που φαίνεται ν’ αποτελούν τις πρώτες προσπάθειες να δώσει ο άνθρωπος εκείνης της εποχής μορφή στον πυλό, πριν κατακτήσει τη γνώση του ψησίματός του. Στο ίδιο περίπου βάθος βρέθηκαν συγκεντρωμένοι όγκοι χώματος, έντονα κόκκινου, που η ανάλυση του έδειξε ότι δεν είχε πλαστικότητα για την κατασκευή σκευών, και ίσως χρησιμοποιούνταν ως βαφή ή κάτι άλλο.
Η εξέταση της τυπολογίας των λίθινων εργαλείων της παλαιολιθικής φάσης της κατοίκησης του σπηλαίου από ειδικούς συνεργάτες πιστοποιεί την ύπαρξη ανθρώπων στο σπήλαιο κατά τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Δεν υπάρχουν ωστόσο σαφή δείγματα της λεγόμενης «μεσολιθικής» φάσης, η ύπαρξη της οποίας άλλωστε αμφισβητείται όσον αφορά τη Θεσσαλία.
Το σκάψιμο έχει ολοκληρωθεί σε δύο μόνο από τα περιφερειακά σκάμματα σε βάθος 3,30 μ. περίπου, ενώ έχει ξεπεράσει τα 4 μ. στα σκάμματα του κέντρου της σπηλιάς, χωρίς να έχει βρεθεί ακόμα εκεί ο φυσικός βράχος.
Δείγμα άνθρακα που δόθηκε στο εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Δημόκριτου για ανάλυση C14, και που δεν ήταν από τα βαθύτατα σημεία, δίνει την χρονολογία 38.579 πριν από σήμερα (+3963 – 2642), χρονολογία που πλησιάζει πολύ σ’ εκείνη των παλαιολιθικών του Πηνειού που είχε βρει ο Milojcic (44.000) και με τα οποία μοιάζουν τα παλαιότερα εργαλεία της Θεόπετρας.
Η ανασκαφή του σπηλαίου της Θεόπετρας δεν θα προσέφερε ίσως τίποτα καινούργιο, αν η στρωματογραφία της εξαντλούνταν στις Νεολιθικές φάσεις , τις οποίες γνωρίζουμε πολύ καλά από ανασκαφές ενός περίπου αιώνα τώρα σε διάφορες γνωστές υπαίθριες θέσεις της Θεσσαλίας.
Ήταν επίσης ήδη γνωστό ότι είχαν εντοπιστεί Παλαιολιθικά ευρήματα στις όχθες του Πηνειού και σε άλλες υπαίθριες θέσεις.
Εκείνο που προσφέρει για πρώτη στη θεσσαλική βιβλιογραφία η ανασκαφή της Θεόπετρας είναι η απόδειξη συνεχούς κατοίκησης του ανθρώπου που μέσα στο ίδιο σπήλαιο από την Παλαιολιθική ως το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, σε δύο διαφορετικές για εμάς τους αρχαιολόγος εποχές που οι καιρικές και περιβαλλοντικές συνθήκες διέφεραν από την μία στην άλλη.
Και είναι πραγματικά συγκλονιστικό να βλέπει κανείς πως οι σχηματοποιημένες μάζες του άψητου πηλού κατέληξαν μέσα στον ίδιο χώρο στα θαυμάσια δείγματα των αγγείων της Μέσης και της Νεότερης Νεολιθικής Εποχής.
Η ανασκαφή αυτή είναι ακόμη σε εξέλιξη. Ένα συνεργείο ειδικών αρχαιολόγων, ανθρωπολόγων, ζωολόγων, βοτανολόγων, γεωλόγων, συντηρητών, σχεδιαστών κλπ. συνεργάζεται για την μελέτη του υλικού και για την συνέχιση της προσπάθειας να ολοκληρωθεί η ανασκαφή αυτή, που πιστεύουμε ότι θα συμβάλει στη γνώση της απώτερης Προϊστορίας του ανθρώπου στη Θεσσαλία.
Σχόλια