«Δύο πολεμιστές» ή «Καραούλι». Έργο του 1855 από τον Θεόδωρο Βρυζάκη. |
«'Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ' Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων• χίλια τάλαρα γύρευαν... Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: 'Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε'».
-Καταλαβαίνετε. Δεν μιλά ο Λόρδος Μπάιρον, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος• μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. «Γι' αυτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες Ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί μόνο σε τέτοια αισθήματα μπορεί να ριζώσει και ν' ανθίσει η μόρφωση του Γένους.
-Καταλαβαίνετε. Δεν μιλά ο Λόρδος Μπάιρον, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος• μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. «Γι' αυτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες Ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί μόνο σε τέτοια αισθήματα μπορεί να ριζώσει και ν' ανθίσει η μόρφωση του Γένους.
Γ. Σεφέρη, «Δοκιμές», τόμος Α΄ (1936-1947), εκδόσεις Ίκαρος, σελ.240-241
Το απόσπασμα με τις σκέψεις του Γιώργου Σεφέρη αναφορικά με την
φράση «γι' αυτά πολεμήσαμε» πάρθηκε από το το βιβλίο «Ελληνικότητα – Ιδεολόγημα ή Εθνική Ταυτότητα;» της Άννας Δημητρίου Μιχαήλ (εκδόσεις Νέα Θέσις).
Εκεί η συγγραφέας, αποπειράται επιτυχώς να αποδομήσει τους θεμελιώδεις μύθους του ανθελληνισμού, οι οποίοι προβάλλονται ως «πρόοδος» και να φιλοτεχνήσει την αληθή εικόνα της εθνικής ταυτότητάς μας – όπως εκείνη έγινε αντιληπτή και διαμορφώθηκε από την πνευματική πρωτοπορία του 19ου και του 20ού αιώνα. Η σύνδεση του αρχαίου ελληνικού κόσμου με τον βραχνά του οθωμανικού τάφου, τα μετεπαναστατικά συντρίμμια και τις ανεπίσημες -πλην υπαρκτές- «κατοχές» και «επικυριαρχίες» της Δύσης, για το ανελλήνιστο κατεστημένο φαντάζει από προβληματική έως αδύνατη.
Η συμμαχία των προθύμων «στοχαστών» και των ενσωματωμένων «διανοουμένων» ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να βρει ειρμό, συνοχή και επαρκή επιστημονικά τεκμήρια για να αποδείξει τη διαχρονία του Ελληνισμού και την εμβίωσή της από τη συντριπτική πλειονότητα των βασανισμένων γενεών του έθνους μας. Ακόμα κι αν βοούν τα στοιχεία, ακόμα κι αν είναι χτυπητά τα ντοκουμέντα στις πηγές, ακόμα κι αν η ιστορική επιστήμη δείχνει ξεκάθαρα προς την πλευρά της αδιάσπαστης συνέχειας του Ελληνισμού, οι «νεωτερικοί» καμώνονται πως δεν βλέπουν τίποτε άλλο παρά μαζικές παραισθήσεις. Υποκρίνονται πως δεκάδες, εκατοντάδες εκατομμύρια Ελλήνων που πέρασαν απ' αυτά τα χώματα, παραπλανήθηκαν αυτοκολακευόμενοι και αυθυποβληθέντες για την ευγενική καταγωγή τους.
Κατά την άποψη των νεοταξικών ψιττακών ουδείς στην Επικράτεια δεν θα έπρεπε να καμαρώνει ότι κρατάει από τον Κόδρο, τον Θησέα, τον Οδυσσέα, τον Αριστοτέλη, τον Πυθαγόρα. «Τυχαίοι βαλκάνιοι και πολύ σας είναι», σκέφτονται...
Καλές προθέσεις
Ο Γιώργος Σεφέρης μπορεί να δεχτεί σε πολλά επίπεδα κριτική για όλα όσα έπραξε, αμέλησε να πράξει ή έγραψε κατά τη διάρκεια του βίου του. Όμως, για την ενάργεια με την οποία διακρίνει το ζήτημα της Ελληνικότητας, ουδείς μπορεί να του αποδώσει μομφή. Παρατίθοντας το προαναφερθέν χωρίο από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη στόχευσε κατευθείαν στο κέντρο, στον πυρήνα του ζητήματος. Το «γι' αυτά πολεμήσαμε» του θρυλικού στρατηγού Μακρυγιάννη αποδεικνύει περίτρανα την αίσθηση, το βίωμα, την ιδέα και την αποδοχή του συνόλου της εθνικής κληρονομιάς από τους πρωταγωνιστές της Εθνεγερσίας του 1821. Με τρεις λέξεις, ο Μακρυγιάννης ενώνει το ξίφος των μαχητών των Θερμοπυλών με το σπαθί των παληκαριών του Κολοκοτρώνη. Συγχρονίζει την αγωνιώδη κωπηλασία των ναυτών των αθηναϊκών τριήρεων στη Σαλαμίνα με εκείνην των μπουρλοτιέρηδων του Μιαούλη και του Κανάρη.
Καλές προθέσεις
Ο Γιώργος Σεφέρης μπορεί να δεχτεί σε πολλά επίπεδα κριτική για όλα όσα έπραξε, αμέλησε να πράξει ή έγραψε κατά τη διάρκεια του βίου του. Όμως, για την ενάργεια με την οποία διακρίνει το ζήτημα της Ελληνικότητας, ουδείς μπορεί να του αποδώσει μομφή. Παρατίθοντας το προαναφερθέν χωρίο από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη στόχευσε κατευθείαν στο κέντρο, στον πυρήνα του ζητήματος. Το «γι' αυτά πολεμήσαμε» του θρυλικού στρατηγού Μακρυγιάννη αποδεικνύει περίτρανα την αίσθηση, το βίωμα, την ιδέα και την αποδοχή του συνόλου της εθνικής κληρονομιάς από τους πρωταγωνιστές της Εθνεγερσίας του 1821. Με τρεις λέξεις, ο Μακρυγιάννης ενώνει το ξίφος των μαχητών των Θερμοπυλών με το σπαθί των παληκαριών του Κολοκοτρώνη. Συγχρονίζει την αγωνιώδη κωπηλασία των ναυτών των αθηναϊκών τριήρεων στη Σαλαμίνα με εκείνην των μπουρλοτιέρηδων του Μιαούλη και του Κανάρη.
Πάνω απ' όλα, ο Σεφέρης, είδε μέσα στους καπνούς των μαχών, που περιέγραφε ο Mακρυγιάννης, τις λάσπες, τα αίματα, τις κακουχίες, τις προδοσίες και τα παιχνίδια των Δυτικών, να αστραποβολεί ένα σπάνιο ήθος. Ένας σεβασμός για τα ιερά και τα όσια της Φυλής και μια αντίληψη της σκυταλοδρομίας των ελληνικών αιώνων, που συμπυκνώνουν το νόημα του Αγώνα σε ένα ευγενικό αίσθημα, πρωτοφανούς ομορφιάς.
Είναι πικρή η αλήθεια του Σεφέρη αλλά συνιστά μεγάλη διδαχή: «Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες Ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί μόνο σε τέτοια αισθήματα μπορεί να ριζώσει και ν' ανθίσει η μόρφωση του Γένους».
Οι Ακαδημίες παραμένουν χρυσοποίκιλτες και δεν αξίζουν πολλά. Η πνευματική ζωή δίχως πόνο, αγάπη για την Ελλάδα και πράξεις που να μιλούν από μονάχες τους δεν λέει τίποτα. Πιο πολύ σε καλογυαλισμένο τύμβο παραπέμπει παρά σε κάτι ζωντανό και άξιο να τ' ακούς. Η μόρφωση του Γένους μας μπορεί, όντως ν' ανθίσει πάνω στο γόνιμο έδαφος των καλών προθέσεων και των αγνών αισθημάτων.
Σχόλια