Αθανάσιος Α. Τσακνάκης
«Ιμερτά Μυθαναγνώσματα» Διαύγασμα Α΄- Εισαγωγικό σημείωμα
Τα «Ιμερτά Μυθαναγνώσματα» φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από ελληνικούς μύθους, διατυπωμένους υπό μορφή τερπνών παραμυθιών, που σκοπεύουν να διδάξουν ευχάριστα τους αναγνώστες και τους ακροατές τους. Η ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους, καθώς και η τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται υπό τον απαρέγκλιτο όρο τής αυστηρής διατήρησης τής
απόλυτης ακεραιότητας τού περιεχομένου των Διαυγασμάτων.
«Επισφαλές, όμως, είναι και να πιστεύουμε σφοδρά και να απιστούμε εντελώς προς αυτά, επειδή η ανθρώπινη ασθένεια δεν έχει όριο ούτε συγκρατεί τον εαυτό της, αλλά κάποτε καταλήγει στην δεισιδαιμονία και στην αλαζονεία, κάποτε στην ολιγωρία και στην περιφρόνηση προς τους Θεούς. Η ευλάβεια, ωστόσο, και η μηδενική υπερβολή είναι το άριστο» (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κάμιλλος, στ΄).
Η γέννηση τού Δία
Σ’ αλλοτινούς καιρούς και χρόνια περασμένα, σ’ έναν πανύψηλο πύργο, χτισμένο με γερές, τεράστιες, μαύρες πέτρες, επάνω σε απότομους βράχους, τού οποίου οι στέγες χάνονταν μέσα σε πυκνά σύννεφα, ζούσε ο σκληρός και καχύποπτος άρχοντας Κρόνος. Ο Κρόνος ήταν άγριος και βλοσυρός και, όταν θύμωνε – κάτι που δυστυχώς συνέβαινε πολύ συχνά – τα φθονερά μάτια του κοκκίνιζαν και πετούσαν φλόγες, ενώ τα μακριά μαλλιά του ανέμιζαν πέρα-δώθε με μανία. Σύζυγός του ήταν η θυγατέρα τού Ουρανού και τής Γαίας, η πανέμορφη αρχόντισσα Ρέα: ψηλή και καλλίγραμμη, με όμορφα, αμυγδαλωτά, γαλανά μάτια και λευκόχρυσα μαλλιά, χαμογελαστή και ευγενική με όλους, πάντοτε τρυφερή και περιποιητική.
Ο Κρόνος, όμως, δεν αγαπούσε την καλή γυναίκα του και την τυραννούσε ανελέητα. Κάθε φορά που εκείνη έφερνε στον κόσμο ένα παιδί τους, αυτός το άρπαζε βίαια μέσα από την αγκαλιά της και το κατάπινε ολόκληρο, φυλακίζοντάς το μέσα στο σιδερένιο στομάχι του και γελώντας έπειτα με απερίγραπτη κακία. Αυτή η απαίσια συμπεριφορά τού άνδρα της στενοχωρούσε την Ρέα και την έκανε μελαγχολική. Συνεχώς σκεφτόταν πώς έπρεπε να αντιδράσει, τι είδους σχέδιο να καταστρώσει, ώστε να σώσει τα παιδιά της, που τα υπεραγαπούσε, όπως όλες οι μητέρες τα δικά τους παιδιά.
Κάποιο φεγγαρόλουστο βράδυ, ενώ ο Κρόνος κοιμόταν βαριά και παραμιλούσε ακατανόητα, η αρχόντισσα Ρέα αναστατώθηκε και ξύπνησε απότομα γιατί ένιωσε ότι μέσα σε λίγες ώρες θα γεννούσε και πάλι. Σηκώθηκε κρυφά, λοιπόν, από το κρεβάτι τους, με την κοιλίτσα φουσκωμένη και ετοιμόγεννη, έριξε στους ώμους της ένα μάλλινο επανωφόρι, βγήκε προσεκτικά στον μεγάλο εξώστη τού πύργου και άρχισε να σιγοτραγουδά με νόημα. Τότε, μαζί με το πρώτο, αμυδρό φως τής αυγής, φάνηκε να έρχεται πετώντας αγέρωχα από την ανατολή ένα μεγάλο, περίτεχνο, χρυσό άρμα, που το έσερναν υπερήφανα δώδεκα ρωμαλέοι πελαργοί. Αθόρυβα και σταθερά, το άρμα κατέβηκε επάνω στον εξώστη και, μόλις ο ποθητός ήλιος άρχισε να χαράζει τον μακρινό ορίζοντα με τις πρώτες χρυσακτίνες του, η Ρέα ήδη πετούσε πάνω από πολιτείες και χωριά, λιβάδια και βουνά, νησιά, ποτάμια, λίμνες και θάλασσες, και κατευθυνόταν προς την όμορφη Κρήτη, την φιλόξενη μεγαλόνησο τής Μεσογείου.
Εκεί, κοντά στην πανάρχαια πόλη Λύκτο, την παλαιότερη τού νησιού, επάνω στο καταπράσινο όρος Δίκτη, μέσα σε ένα δροσερό και ήσυχο σπήλαιο, το Δικταίο Άντρο, που το περιτριγύριζαν έλατα και βαλανιδιές, η γλυκύτατη Ρέα έφερε στο φως έναν όμορφο γιό, τον Δία, ένα υγιέστατο και δυνατό αγοράκι με κατάμαυρα, σγουρά μαλλιά και μαύρα μάτια, που έκλαιγε και φώναζε ασταμάτητα αμέσως μετά την γέννησή του. Τότε, οι γονείς τής Ρέας, οι άρχοντες Ουρανός και Γαία, φοβούμενοι πολύ ότι το ηχηρό κλάμα τού μικρούλη εγγονού τους, τού Δία, θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή τού τρομερού Κρόνου, έστειλαν έξω από το σπήλαιο τής γέννησης τους Κουρήτες και τους Κορύβαντες, ενθουσιώδεις Κρητικούς, άξιους βοσκούς και μαζί θαρραλέους πολεμιστές, οι οποίοι ξεκίνησαν αμέσως έναν ακατάπαυστο πολεμικό χορό γύρω από το Δικταίο Άντρο, τραγουδώντας δυνατά και χτυπώντας ρυθμικά τα αστραφτερά σπαθιά τους επάνω στις ολοστρόγγυλες ασπίδες τους, καλύπτοντας έτσι το γοερό κλάμα τού μικρού άρχοντα. Επίσης, μία μεγαλόσωμη και ζωηρή γίδα, η καλοσυνάτη Αμάλθεια, προσήλθε ήρεμα στο σπήλαιο και πρότεινε πρόθυμα τους μαστούς της γιά να θηλάσει το νεογέννητο αγόρι, ενώ ένα πολυάριθμο σμάρι από χρυσές μέλισσες κατασκεύασε με τέχνη την κυψέλη του επάνω από το πρόχειρο στρωματάκι τού Δία, προσφέροντάς του κάθε μέρα μικρές σταγόνες από αγνό και μυρωδάτο μέλι.
Η μητέρα Ρέα, εξαντλημένη από την γέννα, αλλά έχοντας αντιληφθεί έγκαιρα ότι η απουσία της θα προξενούσε επικίνδυνες υποψίες στον αδίστακτο Κρόνο, έβαλε έξω από το σπήλαιο άγρυπνο φύλακα, έναν τεράστιο και φοβερό σκύλο, τον αθάνατο Πανόπτη, φίλησε στοργικά στο κεφαλάκι το νεογέννητο αγόρι της, ανέβηκε σκεφτική στο φτερωτό άρμα και πήρε τον δρόμο τής επιστροφής γεμάτη δισταγμούς, θλίψη και αγωνία. Λίγο πριν φτάσει στον σκοτεινό πύργο τού Κρόνου, έκανε μία έξυπνη κίνηση: έψαξε και βρήκε μία πέτρα, που το σχήμα της έμοιαζε με νεογέννητο παιδί, την τύλιξε καλά-καλά με βρεφικά σπάργανα και την πήρε μαζί της. Το ίδιο βράδυ, λοιπόν, αφού ο Κρόνος έφαγε και ήπιε πολύ και νύσταξε, εξαπατήθηκε από την Ρέα, η οποία τού παρέδωσε την σπαργανωμένη πέτρα σαν να ήταν το βρέφος της, και εκείνος την κατάπιε με βουλιμία, χωρίς να καταλάβει τίποτε, θεωρώντας ότι καταπίνει ακόμη ένα παιδί του.
Μετά από αρκετούς μήνες, ο μικρός Δίας σταμάτησε το κλάμα και οι Κουρήτες μαζί με τους Κορύβαντες επέστρεψαν στα κοπάδια τους, επάνω στο όρος Δίκτη. Τότε κατέφτασαν στο σπήλαιο οι πανίσχυροι Κύκλωπες – άνδρες γιγάντιοι και φοβεροί στο παρουσιαστικό, αλλά με καλή καρδιά και αγαθή ψυχή – που αμέσως έγιναν οι καλύτεροι φίλοι τού Δία, καθώς και η χαριτωμένη νύμφη Αδράστεια, με τα πράσινα μάτια και τα καστανόξανθα μαλλιά, που τον προστάτευε, τον αγαπούσε και τον φρόντιζε πολύ.
Με τον καιρό, το αγόρι μεγάλωσε και έγινε ένας όμορφος, ρωμαλέος και πανέξυπνος άνδρας. Έγινε ένας παντοδύναμος θεός. Με την ρώμη και την σοφία του τιμώρησε τον αυθάδη Κρόνο, απελευθέρωσε όλα τ’ αγαπημένα αδέλφια του και έφερε την ειρήνη, την δικαιοσύνη, την γνώση και την ηρεμία ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους. Λένε ότι μία φορά τον χρόνο, ανήμερα των γενεθλίων τού Δία, ένα λαμπρό και απόκοσμο φως ξεχύνεται μέσα από το Δικταίο Άντρο, που είναι πλέον τόπος ιερός, και χιλιάδες μέλισσες πετούν και βουΐζουν γιορτινά ολόγυρά του, από το ξημέρωμα ως αργά την νύχτα, και είναι πολύ μεγάλη τύχη και ανείπωτη χαρά γιά τον άνθρωπο που θα βρεθεί εκεί και θα δει και θ’ ακούσει όλα τούτα τα θαυμαστά.
Έτσι τα γράψαν κάποτε οι σοφοί, έτσι κ’ εμείς τα λέμε τώρα…
Αθανάσιος Τσακνάκης 15/12/2014
/olympia.gr
©www.visaltis.net - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
«Ιμερτά Μυθαναγνώσματα» Διαύγασμα Α΄- Εισαγωγικό σημείωμα
Τα «Ιμερτά Μυθαναγνώσματα» φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από ελληνικούς μύθους, διατυπωμένους υπό μορφή τερπνών παραμυθιών, που σκοπεύουν να διδάξουν ευχάριστα τους αναγνώστες και τους ακροατές τους. Η ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους, καθώς και η τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται υπό τον απαρέγκλιτο όρο τής αυστηρής διατήρησης τής
απόλυτης ακεραιότητας τού περιεχομένου των Διαυγασμάτων.
«Επισφαλές, όμως, είναι και να πιστεύουμε σφοδρά και να απιστούμε εντελώς προς αυτά, επειδή η ανθρώπινη ασθένεια δεν έχει όριο ούτε συγκρατεί τον εαυτό της, αλλά κάποτε καταλήγει στην δεισιδαιμονία και στην αλαζονεία, κάποτε στην ολιγωρία και στην περιφρόνηση προς τους Θεούς. Η ευλάβεια, ωστόσο, και η μηδενική υπερβολή είναι το άριστο» (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κάμιλλος, στ΄).
Η γέννηση τού Δία
Σ’ αλλοτινούς καιρούς και χρόνια περασμένα, σ’ έναν πανύψηλο πύργο, χτισμένο με γερές, τεράστιες, μαύρες πέτρες, επάνω σε απότομους βράχους, τού οποίου οι στέγες χάνονταν μέσα σε πυκνά σύννεφα, ζούσε ο σκληρός και καχύποπτος άρχοντας Κρόνος. Ο Κρόνος ήταν άγριος και βλοσυρός και, όταν θύμωνε – κάτι που δυστυχώς συνέβαινε πολύ συχνά – τα φθονερά μάτια του κοκκίνιζαν και πετούσαν φλόγες, ενώ τα μακριά μαλλιά του ανέμιζαν πέρα-δώθε με μανία. Σύζυγός του ήταν η θυγατέρα τού Ουρανού και τής Γαίας, η πανέμορφη αρχόντισσα Ρέα: ψηλή και καλλίγραμμη, με όμορφα, αμυγδαλωτά, γαλανά μάτια και λευκόχρυσα μαλλιά, χαμογελαστή και ευγενική με όλους, πάντοτε τρυφερή και περιποιητική.
Ο Κρόνος, όμως, δεν αγαπούσε την καλή γυναίκα του και την τυραννούσε ανελέητα. Κάθε φορά που εκείνη έφερνε στον κόσμο ένα παιδί τους, αυτός το άρπαζε βίαια μέσα από την αγκαλιά της και το κατάπινε ολόκληρο, φυλακίζοντάς το μέσα στο σιδερένιο στομάχι του και γελώντας έπειτα με απερίγραπτη κακία. Αυτή η απαίσια συμπεριφορά τού άνδρα της στενοχωρούσε την Ρέα και την έκανε μελαγχολική. Συνεχώς σκεφτόταν πώς έπρεπε να αντιδράσει, τι είδους σχέδιο να καταστρώσει, ώστε να σώσει τα παιδιά της, που τα υπεραγαπούσε, όπως όλες οι μητέρες τα δικά τους παιδιά.
Κάποιο φεγγαρόλουστο βράδυ, ενώ ο Κρόνος κοιμόταν βαριά και παραμιλούσε ακατανόητα, η αρχόντισσα Ρέα αναστατώθηκε και ξύπνησε απότομα γιατί ένιωσε ότι μέσα σε λίγες ώρες θα γεννούσε και πάλι. Σηκώθηκε κρυφά, λοιπόν, από το κρεβάτι τους, με την κοιλίτσα φουσκωμένη και ετοιμόγεννη, έριξε στους ώμους της ένα μάλλινο επανωφόρι, βγήκε προσεκτικά στον μεγάλο εξώστη τού πύργου και άρχισε να σιγοτραγουδά με νόημα. Τότε, μαζί με το πρώτο, αμυδρό φως τής αυγής, φάνηκε να έρχεται πετώντας αγέρωχα από την ανατολή ένα μεγάλο, περίτεχνο, χρυσό άρμα, που το έσερναν υπερήφανα δώδεκα ρωμαλέοι πελαργοί. Αθόρυβα και σταθερά, το άρμα κατέβηκε επάνω στον εξώστη και, μόλις ο ποθητός ήλιος άρχισε να χαράζει τον μακρινό ορίζοντα με τις πρώτες χρυσακτίνες του, η Ρέα ήδη πετούσε πάνω από πολιτείες και χωριά, λιβάδια και βουνά, νησιά, ποτάμια, λίμνες και θάλασσες, και κατευθυνόταν προς την όμορφη Κρήτη, την φιλόξενη μεγαλόνησο τής Μεσογείου.
Εκεί, κοντά στην πανάρχαια πόλη Λύκτο, την παλαιότερη τού νησιού, επάνω στο καταπράσινο όρος Δίκτη, μέσα σε ένα δροσερό και ήσυχο σπήλαιο, το Δικταίο Άντρο, που το περιτριγύριζαν έλατα και βαλανιδιές, η γλυκύτατη Ρέα έφερε στο φως έναν όμορφο γιό, τον Δία, ένα υγιέστατο και δυνατό αγοράκι με κατάμαυρα, σγουρά μαλλιά και μαύρα μάτια, που έκλαιγε και φώναζε ασταμάτητα αμέσως μετά την γέννησή του. Τότε, οι γονείς τής Ρέας, οι άρχοντες Ουρανός και Γαία, φοβούμενοι πολύ ότι το ηχηρό κλάμα τού μικρούλη εγγονού τους, τού Δία, θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή τού τρομερού Κρόνου, έστειλαν έξω από το σπήλαιο τής γέννησης τους Κουρήτες και τους Κορύβαντες, ενθουσιώδεις Κρητικούς, άξιους βοσκούς και μαζί θαρραλέους πολεμιστές, οι οποίοι ξεκίνησαν αμέσως έναν ακατάπαυστο πολεμικό χορό γύρω από το Δικταίο Άντρο, τραγουδώντας δυνατά και χτυπώντας ρυθμικά τα αστραφτερά σπαθιά τους επάνω στις ολοστρόγγυλες ασπίδες τους, καλύπτοντας έτσι το γοερό κλάμα τού μικρού άρχοντα. Επίσης, μία μεγαλόσωμη και ζωηρή γίδα, η καλοσυνάτη Αμάλθεια, προσήλθε ήρεμα στο σπήλαιο και πρότεινε πρόθυμα τους μαστούς της γιά να θηλάσει το νεογέννητο αγόρι, ενώ ένα πολυάριθμο σμάρι από χρυσές μέλισσες κατασκεύασε με τέχνη την κυψέλη του επάνω από το πρόχειρο στρωματάκι τού Δία, προσφέροντάς του κάθε μέρα μικρές σταγόνες από αγνό και μυρωδάτο μέλι.
Η μητέρα Ρέα, εξαντλημένη από την γέννα, αλλά έχοντας αντιληφθεί έγκαιρα ότι η απουσία της θα προξενούσε επικίνδυνες υποψίες στον αδίστακτο Κρόνο, έβαλε έξω από το σπήλαιο άγρυπνο φύλακα, έναν τεράστιο και φοβερό σκύλο, τον αθάνατο Πανόπτη, φίλησε στοργικά στο κεφαλάκι το νεογέννητο αγόρι της, ανέβηκε σκεφτική στο φτερωτό άρμα και πήρε τον δρόμο τής επιστροφής γεμάτη δισταγμούς, θλίψη και αγωνία. Λίγο πριν φτάσει στον σκοτεινό πύργο τού Κρόνου, έκανε μία έξυπνη κίνηση: έψαξε και βρήκε μία πέτρα, που το σχήμα της έμοιαζε με νεογέννητο παιδί, την τύλιξε καλά-καλά με βρεφικά σπάργανα και την πήρε μαζί της. Το ίδιο βράδυ, λοιπόν, αφού ο Κρόνος έφαγε και ήπιε πολύ και νύσταξε, εξαπατήθηκε από την Ρέα, η οποία τού παρέδωσε την σπαργανωμένη πέτρα σαν να ήταν το βρέφος της, και εκείνος την κατάπιε με βουλιμία, χωρίς να καταλάβει τίποτε, θεωρώντας ότι καταπίνει ακόμη ένα παιδί του.
Μετά από αρκετούς μήνες, ο μικρός Δίας σταμάτησε το κλάμα και οι Κουρήτες μαζί με τους Κορύβαντες επέστρεψαν στα κοπάδια τους, επάνω στο όρος Δίκτη. Τότε κατέφτασαν στο σπήλαιο οι πανίσχυροι Κύκλωπες – άνδρες γιγάντιοι και φοβεροί στο παρουσιαστικό, αλλά με καλή καρδιά και αγαθή ψυχή – που αμέσως έγιναν οι καλύτεροι φίλοι τού Δία, καθώς και η χαριτωμένη νύμφη Αδράστεια, με τα πράσινα μάτια και τα καστανόξανθα μαλλιά, που τον προστάτευε, τον αγαπούσε και τον φρόντιζε πολύ.
Με τον καιρό, το αγόρι μεγάλωσε και έγινε ένας όμορφος, ρωμαλέος και πανέξυπνος άνδρας. Έγινε ένας παντοδύναμος θεός. Με την ρώμη και την σοφία του τιμώρησε τον αυθάδη Κρόνο, απελευθέρωσε όλα τ’ αγαπημένα αδέλφια του και έφερε την ειρήνη, την δικαιοσύνη, την γνώση και την ηρεμία ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους. Λένε ότι μία φορά τον χρόνο, ανήμερα των γενεθλίων τού Δία, ένα λαμπρό και απόκοσμο φως ξεχύνεται μέσα από το Δικταίο Άντρο, που είναι πλέον τόπος ιερός, και χιλιάδες μέλισσες πετούν και βουΐζουν γιορτινά ολόγυρά του, από το ξημέρωμα ως αργά την νύχτα, και είναι πολύ μεγάλη τύχη και ανείπωτη χαρά γιά τον άνθρωπο που θα βρεθεί εκεί και θα δει και θ’ ακούσει όλα τούτα τα θαυμαστά.
Έτσι τα γράψαν κάποτε οι σοφοί, έτσι κ’ εμείς τα λέμε τώρα…
Αθανάσιος Τσακνάκης 15/12/2014
/olympia.gr
©www.visaltis.net - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
Σχόλια
Το βλήμα.