Γράφει ο Σταύρος Ν. Βασδέκης
Έχουμε πυροβασία στην Μαυρολεύκη Δράμας. Εδώ και ημέρες αρμάτωσα την λύρα μου, έκανα τις πρόβες μου, και είμαι πανέτοιμος να τιμήσω τον Διόνυσο, έστω και με τα «χριστιανικά» του προπετάσματα, τα οποία θα προσπαθήσω να απαλείψω στην συνέχεια. Στον παρόντα μνημόσυνο λόγο, θα επιχειρήσω να φωτίσω αρκετές πλευρές του θέματος, και κυρίως αυτές που ξεγλίστρησαν, μερικές μάλιστα εντελώς, απ’ όλους τους ερευνητές, τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζω.
Πρόκειται για «μνημόσυνο» που γίνεται πάνω σε κενοτάφιο, το οποίο σκάφτηκε προ πολλού από το χριστιανικό ιερατείο, το οποίο το προόριζε για την ταφή των αναστεναρίων. Και είναι ακόμα κενό διότι το ιερατείο αυτό δεν κατόρθωσε ακόμα να δολοφονήσει το «τρισκατάπατο» αυτό υποψήφιο θύμα του που λέγεται αναστενάρια. Τα πράγματα δείχνουν ότι ο τάφος αυτός θα παραμείνει κενός εσαεί. Το ανόητο και ανθελληνικό ιερατείο αδυνατεί παντελώς να αντιληφτεί ότι η ελληνική ψυχή είναι αθάνατη.
Μάλιστα θα σας φανερώσω εξ αρχής ποια πλευρά του ζητήματος έλαθε, το περισσότερο, και η οποία, κατά τη γνώμη μου είναι ίσως η σπουδαιότερη:
Πρόκειται για τον πατριωτικό χαρακτήρα των αναστεναρίων ο οποίος αποδεικνύεται από τα ίδια τα τραγούδια που τραγουδιούνται κατά την διάρκεια των δρώμενων. Επί πλέον, τέτοιου είδους τραγούδια τραγουδάνε οι αναστενάρηδες και στα γλέντια τους, τα οποία είναι άσχετα με την τελετή της πυροβασίας. Διαθέτω μαγνητοταινίες, από τέτοια γλέντια, στις οποίες είναι αυτά καταγεγραμμένα.
Πριν από το χορό κυρίως τραγουδιέται το επιτραπέζιο
«Παν’ σε πράσινο λιβάδι»:
«Παν’ σε πράσινο λιβάδι, κάθονταν τρία παληκάρια, με σπαθιά και με ζωνάρια
την ημέρα τρων’ και πίνουν, και το βράδυ κάνουν βίγλα
κάνουν βίγλα και βιγλίζουν, και βιγλίζουν τους διαβάτες, τις ξανθιές τις μαυρομάτες
να βρουν Τούρκο να σκοτώσουν, και Ρωμιό να ξεσκλαβώσουν
κει που τρώγαν και που πίναν, πέρασ’ ένας γέρος Τούρκος, που ’σερνε μια Ρωμιοπούλα
βρε καλώς τον γέρο Τούρκο, καλημέρα παληκάρια
δε μας λες βρε γέρο Τούρκο, πού τη βρήκες τη Ρωμιέσα, πού την πας τη Ρωμιοπούλα
’δώκα γρόσια και την πήρα, και φλουριά την αγόρασα
βρε γελά σας παληκάρια , πε το σπίτι μου με πήρε
το παιδί μου μεσ’ στην κούνια, το ψωμί μου μεσ’ στον φούρνο, και τα ρούχα μου στην πλώτρια
κούνια κούνα το παιδί μου , φούρνε ψήσε το ψωμί μου
μέχρι να ’ρθει ο καλός μου , ο καλός και ο σγουρός μου«.
Το τραγούδι του χορού και της πυροβασίας, «ο Κωνσταντίνος ο μικρός», δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με κανέναν άγιο ή μέγα Κωνσταντίνο. Αναφέρεται σε κάποιον Κωνσταντίνο που του ήρθε, σε μικρή ηλικία, μήνυμα να πάει στον πόλεμο. Κι αφού περιγράφει τις σχετικές του προετοιμασίες και την αναχώρησή του, τελειώνει με τη κακή συμπεριφορά της μάνας του προς την γυναίκα του, η οποία μάνα, που αποκαλείται «Οβραίσας (Εβραίας) θυγατέρα», την κούρεψε αντρίκεια και την έστειλε να φυλάει πρόβατα και γίδια.
Επί δυο δεκαετίες που συναναστράφηκα με αναστενάρηδες, ως οργανοπαίχτης της λύρας, αλλά κυρίως ως ερευνητής – επίσης διαθέτοντας το πλεονέκτημα να διαβιώνω καθημερινά ανάμεσά τους εδώ και τρεις δεκαετίες – ουδέποτε άκουσα να αναφέρονται φράσεις του είδους: ο άγιος Κωνσταντίνος ή η αγία Ελένη. Δεν πρόκειται για κανένα μυστικό, διότι αυτό μπορεί να το διαπιστώσει ο οποιοσδήποτε, αφού δεν υπάρχει καμιά φάση στις τελετές που να απαγορεύεται η παρουσία κάποιου ατόμου. Αυτό που ακούγεται, κατά κόρον, και μόνο αυτό, είναι η φράση «οι παππούδες». Οι παππούδες όμως είναι οι πρόγονοι και τίποτε άλλο.
Κοντολογίς αν κανείς τραβήξει το χριστιανικό πέπλο – το οποίο αναγκαστικά φόρεσε το σώμα των αναστεναρίων, για να γλιτώσει το «τομάρι» του από την χριστιανική μισαλλοδοξία – αυτό που θα αντικρίσουν τα μάτια του, δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά μια λειτουργία απόδοσης τιμής, μνήμης και σεβασμού προς τους προγόνους των Ελλήνων και κυρίως προς το αίσθημα που έτρεφαν αυτοί προς την αρετή της ελευθερίας. Ελευθερία που χάθηκε πρώτα από την κυριαρχία των Ρωμαίων (Βυζάντιο), μετά από την αντίστοιχη των Τούρκων και τέλος από την καταδυνάστευση του Ελληνικού λαού από την παπαδοκρατούμενη πολιτεία που επικράτησε και επικρατεί μετά την «απελευθέρωση» του 1821.
Όσοι ερεύνησαν το θέμα που μας απασχολεί εδώ, ανήκουν στις εξής κατηγορίες:
Μια κατηγορία αποτελείται απ’ αυτούς που δεν κατόρθωσαν να εισχωρήσουν σε βάθος μέσα στο σώμα του θέματος. Πρόκειται γι’ αυτούς που δεν ξέρανε να σηκώσουν ούτε ένα παραπλανητικό σεντόνι, απ’ αυτά με τα οποία αναγκάστηκε να σκεπαστεί το έθιμο για να προφυλαχθεί από τους πολεμίου του. Το «ερευνητικό» βλέμμα των ανθρώπων αυτών εξαντλήθηκε πάνω στο χριστιανικό πέπλο των αναστεναρίων. Το πέπλο αυτό λειτούργησε για την ματιά τους ως τέλειο απορροφητικό οπτικό φίλτρο.
Φαίνεται ότι η παραλλαγή ήταν αρκετά επιτυχημένη. Μάλιστα είναι αρκετά πασπαλισμένη και με παραπλανητικά φανταχτερά χρώματα από το χρωματοπωλείο του μύθου. Ρωτάει κάποιος: από πού και πώς ξεκίνησαν τα αναστενάρια;
Να, εκεί στην πατρίδα τους που ήταν οι αναστενάρηδες, τα παλιά τα χρόνια, είχε πιάσει μια εκκλησιά φωτιά και λαμπάδιασε. Άρχισαν λοιπόν να καίγονται οι εικόνες στο τέμπλο και τότε κάποιος, πατώντας πάνω στα καμένα ξύλα και τα κάρβουνα που είχαν γίνει – δεν διευκρινίζεται καθόλου αν ο άνθρωπος φορούσε τα τσαρούχια του – βγήκε έξω από την εκκλησιά σώζοντας κάποιες εικόνες δίχως να καεί καθόλου. Εις ανάμνηση λοιπόν αυτού του γεγονότος τελούνται αυτά τα αναστενάρια.
Και γιατί δεν καίγονται οι αναστενάρηδες από τα αναμμένα κάρβουνα; Ρωτάει κάποιος άλλος. Διότι τους προστατεύουν οι άγιοι. Μάλιστα. (Θα δούμε στη συνέχεια ότι η ακαΐα πετυχαίνετε ξεκάθαρα και άνευ της αρωγής των αγίων, δίχως καμμιά αμφιβολία. Μάλιστα δε, μπορεί κανείς ν’ απολαύσει το θέαμα και επί χρήμασι στην Βουλγαρία, οποιαδήποτε μέρα του χρόνου. Επί πλέον, έχω δει ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν καμμιά σχέση με αναστενάρια αλλά ούτε και με καμμιά θρησκεία να ανάβουν φωτιά και να πατούν στα κάρβουνα, δίχως να παθαίνουν απολύτως τίποτα. Χώρια που έχω δει αναστενάρηδες, σπανιότατα ομολογώ, να βγάζουν φουσκάλες από κάψιμο).
Μια άλλη κατηγορία ερευνητών, η οποία περιλαμβάνει και τον μικρότερο πληθυσμό, αντιλήφθηκε ότι ή ιστορία αυτή είναι προχριστιανική. Θα δούμε στη συνέχεια ότι υπάρχουν σημαντικά ντοκουμέντα που στηρίζουν την εκδοχή αυτή. Αυτή η κατηγορία όμως περιλαμβάνει στους κόλπους της δυο τάξεις.
Η μια τάξη, αν και γνωρίζει την αλήθεια, από δειλία, απέναντι στο παπαδαριό, το ρίχνει στο ναι μεν αλλά. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν το θάρρος να τα βάλουν με το ιερατείο. Γνωστή συμπεριφορά και νοοτροπία. Αρχίζουν λοιπόν να μπλέκουν «τη γραβάτα με το σώβρακο», και να προσπαθούν, στα πλαίσια της ανόητης έκφρασης και στάσης που λέγεται ελληνοχριστιανισμός, να συνδυάσουν πράγματα πολέμια μεταξύ τους. Πρόκειται για μια συμπεριφορά που ξεπερνά τα όρια του τραγέλαφου. Απαξιώ να ασχοληθώ μ’ αυτήν. Είμαι πρόθυμος να πληρώσω το οποιοδήποτε κόστος αυτής μου της απαξίωσης.
Η άλλη τάξη, στην οποία ανήκει και η αφεντιά μου, δηλώνει ευθαρσώς και με παρρησία, ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα, τα αναστενάρια είναι μια ιστορία προχριστιανική, διονυσιακής προελεύσεως, και ότι το οποιοδήποτε χριστιανικό επιφαινόμενο οφείλεται, όπως προείπα, στην ανάγκη προφύλαξή τους από τον χριστιανικό κατατρεγμό. Η ιστορία βρίθει από ανάλογες περιπτώσεις λυσσαλέων επιθέσεων του χριστιανικού ιερατείου κατά των ελληνικών ηθών και εθίμων. Στο σημείο αυτό, θα παραθέσουμε ορισμένα στοιχεία, επ’ αυτού. Σας παρακαλώ να συγκρατήσετε τουλάχιστον τα σχετικά με την απαγόρευση της μουσικής και του χορού, επειδή αφορούν άμεσα στ’ αναστενάρια:
Στο βιβλίο του Αλέξη Σολωμού με τον τίτλο «Ο Άγιος Βάκχος» διαβάζουμε, μεταξύ των άλλων σχετικών, για τον αρχιπατέρα της χριστιανικής εκκλησίας Χρυσόστομο: «δεν τον ενοχλούσαν μονάχα οι παραστάσεις των χορευτών και των μίμων. Ζητούσε από τους χριστιανούς να ξεγράψουν οριστικά κάθε λαϊκό τους τραγούδι. Οι αγωγιάτες να μην τραγουδάνε πάνω στο κάρο τους ούτε οι κοπέλες στον αργαλειό τους ούτε οι μανάδες νανουρίζοντας τα μωρά τους. Τα λείψανα αυτά της αρχαίας Ελληνικής ζωής έπρεπε να τα αντικαταστήσουν με ψαλμούς του Δαβίδ».
Χίλια χρόνια αργότερα οι μαθητές του μισέλληνα αυτού ανθρώπου έψελναν τα εξής: «Σίγησον Ορφεύ, ρίψον Ερμή την λύραν, τρίπους ο Δελφοίς δύνον εις λήθην έτι. Δαβίδ γαρ ημίν πνεύματος κρούων λύραν…».
Ας δούμε όμως τι έψελνε ο Δαβίδ με την λύρα του αλλά και οι συνάδελφοί του μεταξύ των άλλων: «και επεγερώ τα τέκνα σου, Σιών, επί τα τέκνα των Ελλήνων και ψηλαφήσω ρομφαίαν μαχητού. Και κύριος έσται επ’ αυτούς και εξελεύσεται ως αστραπή βολής» (Ζαχαρίας Θ, 13-15).
Στο «ΠΗΔΑΛΙΟ» (εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσς/νίκη) κατά τον χριστιανικό κόσμο «είναι η Διαθήκη μετά την καινή και την παλαιά, η μετά τας αγίας γραφάς αγία Γραφή») διαβάζουμε από την εν Λαοδικεία τοπική σύνοδο εν έτει 364, κανών 53ος : «ότι ου δει χριστιανούς εις γάμους απερχομένους βαλλίζειν ή ορχήσθαι αλλά σεμνώς δειπνείν ή αιριστείν ως πρέπει Χριστιανοίς». Κατηγορηματική δηλαδή απαγόρευση του τραγουδιού και του χορού, των κατ’ εξοχήν Ελληνικών αυτών στοιχείων.
Στον 55ο κανόνα διαβάζουμε: «ότι ου δει ιερατικούς ή κληρικούς, αλλ’ ουδέ λαϊκούς, εκ συμβολής συμπόσια επιτελείν». Απαγόρευση των συμποσίων στους πάντες: κληρικούς και λαϊκούς. Μας είναι γνωστό όμως τι συνέβαινε στα συμπόσια: «μολπή τ’ ορχηστός τε, τα γαρ αναθήματα δαιτός», μας πληροφορεί ο Όμηρος. Ότι το τραγούδι κι ο χορός είναι τα στολίδια του συμποσίου.
Από το γενικό λοιπόν αυτό σχέδιο, της εξόντωσης κάθε στοιχείου της ελληνικής μουσικοχορευτικής παράδοσης, δεν ήταν δυνατόν να εξαιρεθεί και η υπόθεση των αναστεναρίων. Το δεδομένο και μόνο της μοσικοχορευτικής υφής των αναστεναρίων, αρκεί για να αποδειχτεί η ελληνική προέλευσή τους. Διότι ο χριστιανισμός απεχθάνεται τον χορό όχι μόνο στις θρησκευτικές τελετές αλλά, όπως είδαμε, και σ΄ όλο τον καθημερινό βίο. Εξάλλου θα αρκούσε και μόνο η απόδειξη της αδιάκοπης προσπάθειας του χριστιανικού ιερατείου, το οποίο, μέχρι και σήμερα, προσπαθεί να αποτρέψει την τέλεση της «ειδωλολατρικής» αυτής τελετής.
Οι Δεσποτάδες λυσσιάζουν όταν ασχολούνται με τον ανέλπιδο αγώνα τους κατά της πυροβασίας. Και για να μη κατηγορηθώ άδικα ως εμπαθής κατά των ιερωμένων αυτών, οι οποίοι είναι βουτηγμένοι στο ψεύδος και στην υποκρισία, θα σας παραθέσω εδώ μια, από τις πολλές, εγκυκλίους τους κατά των αναστεναρίων:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 654. Του μητροπολίτη Μάξιμου. «Προς τους ευσεβείς Χριστιανούς της Ιεράς Μητροπόλεώς μας.
Όλοι αγαπητοί μου, έχουμε ακούσει για το λαϊκό έθιμο των αναστεναρίων κατά το οποίο μερικοί αγράμματοι, ως επί το πλείστον, και προληπτικοί που καταλαμβάνονται ξαφνικά από έναν ιερό ενθουσιασμό και μανία πατάνε στα αναμμένα κάρβουνα χωρίς να καίγονται. Πιστεύουν μάλιστα οι λίγοι αυτοί αναστενάρηδες, των οποίων εν τω μεταξύ η σχέση με την μυστηριακή και την εν γένει πνευματική ζωή της Εκκλησίας είναι ατροφική και ανύπαρκτη…»
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 διάβασα την εγκύκλιο αυτή, αμέσως απηύθυνα ανοικτή επιστολή στον Μάξιμο, η οποία δημοσιεύτηκε σε ημερήσια εφημερίδα των Σερρών, στην οποία τον αποκαλούσα ασύστολο ψεύτη. Ο αρχιερέας (του ψεύδους) αυτός, όπως το είχα υπολογίσει, δεν απάντησε, ούτε ο ίδιος ούτε και κανείς άλλος για λογαριασμό του, διότι γνώριζε πολύ καλά ότι ψεύδονταν. Χαρακτήρισε αγράμματους τους αναστενάρηδες, τη στιγμή που κάποιος αρχιαναστενάρης ήταν δόκτορας πανεπιστημίου, αλλά και πολλοί αναστενάρηδες απόφοιτοι πανεπιστημίων. Τους χαρακτήρισε αγράμματος αυτός που η θρησκεία του καλεί στις τάξεις της τους μωρούς. Να τι λέει ο απόστολος Παύλος σε μια επιστολή του:
«Παρατηρήσατε αδελφοί, ποιοι είσθε σεις που ο θεός κάλεσε. Δεν υπάρχουν μεταξύ σας πολλοί σοφοί κατ’ άνθρωπο, ούτε πολλοί δυνατοί, ούτε πολλοί ευγενείς την καταγωγήν αλλά εκείνους που ο κόσμος θεωρεί μωρούς εδιάλεξε ο θεός δια να καταισχύνη τους σοφούς, και τους αδύνατους κατά κόσμον εδιάλεξε ο θεός, δια να καταισχύνη του δυνατούς, και ανθρώπους που έχουν ταπεινή καταγωγή κατά κόσμον και τους περιφρονημένους εδιάλεξε ο θεός, ακόμη και πράγματα που δεν υπάρχουν δια να καταργήσει εκείνα που υπάρχουν».
Λέει επίσης ο Μάξιμος ότι «…οι λίγοι αυτοί αναστενάρηδες, των οποίων εν τω μεταξύ η σχέση με την μυστηριακή και την εν γένει πνευματική ζωή της Εκκλησίας είναι ατροφική και ανύπαρκτη…» Πρόκειται για ασύστολο ψεύδος. Μάλιστα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς το αντίθετο, για τους αναστενάρηδες της παληάς γενιάς. Οι νεώτεροι, σε καμμιά περίπτωση δεν έχουν ατροφικότερη σχέση με την εκκλησία, αναλογικά, απ’ ότι οι συνομήλικοί τους μη αναστενάρηδες. Πάμε παρακάτω:
«… και σύμφωνα με τη γνώμη των ειδικών πρόκειται για ένα συνονθύλευμα διονυσιακών – ειδωλολατρικών, αιρετικών και χριστιανικών στοιχείων…». Εδώ τα πράγματα λέγονται με τ’ όνομά τους και με την ορθή χρονολογική σειρά και τάξη. Είτε αρέσει είτε όχι σε μερικούς, αυτή είναι η πάσα αλήθεια. Και επειδή γνωρίζει άριστα η εκκλησία τη σειρά αυτή, ότι αυτό το τελευταίο στοιχείο το χριστιανικό, εκτός που είναι τελευταίο είναι και παραπλανητικό, διότι πλην των τυπικών, ουδεμία ουσία προσδίδει στην ιστορία αυτή, αυτός είναι και ο λόγος που το αντιμάχεται και θα το αντιμάχεται στον αιώνα τον άπαντα.
Όσο για σας «αγράμματοί» μας αναστενάρηδες, ντόκτορες, πτυχιούχους πανεπιστημίων και απόφοιτους λυκείων, ξέρουμε ότι δεν σας πονά τόσο το διονυσιακό στοιχείο, που σας αποδίδουν, όσο το ειδωλολατρικό. Θα σας γιατρέψει όμως τώρα, απ’ αυτόν τον πονοκέφαλο, ένας δόκτωρ κι αυτός, μεγάλος και έντιμος επιστήμων:
Ο Νικόλας Τωμαδάκης καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τόμος Α΄, τεύχος Α΄, Β΄ έκδοση, 1956. Βλέπετε ότι μέχρι την δεκαετία του πενήντα υπήρχαν ακόμα θεολόγοι επιστήμονες οι οποίοι δεν ήταν υποχείρια του Ιουδαιοχριστιανικού ιερατείου, όπως άπαντες οι σημερινοί τυγχάνουν.
Γράφει λοιπόν ο θεολόγος αυτός: «Ο χριστιανισμός υπήρξε πολέμιος κατά κύριο λόγο του Ελληνισμού, ως ζωής και ως σκέψεως… Η μεγαλυτέρα διαβολή την οποία ενήργησε κατά του κλασσικού κόσμου είναι η εμφάνισις αυτού ως ειδωλολατρικού. Λατρεία των ειδώλων , δι ήν κατηγορούν τα συναξάρια τους μη χριστιανούς συχνότατα, δεν εγνώρισαν οι Έλληνες. Εν τούτοις το όνομα Έλλην ταχύτατα συνέπεσε με την έννοια του ειδωλολάτρης, μη χριστιανός…». Συνεχίζουμε με τον Μάξιμο: «… Επίσης η υποβλητική μουσική για την ιερότητα της τελετής, η οινοποσία και ο εκστασιακός χορός…» Για τη μουσική και το χορό τα είπαμε πριν. Για την οινοποσία, πληροφορώ τους πάντες ότι μέχρι να τελειώσουν όλα τα δρώμενα ουδείς και ουδεμία, εκ των συμμετεχόντων , γεύονται καν σταγόνα ποτού. Μετά την πυροβασία, τονίζω μετά, γίνεται τραπέζι, στο οποίο συμμετέχουν άπαντες οι παρεβρισκόμενοι. Εκεί παρατίθεται ούζο και κρασί σε ποσότητες σκανδαλωδώς ελάχιστες. Εξάλλου το τραπέζωμα κρατά το πολύ μια ώρα και δεν υπάρχει περίπτωση να πιει κανείς ποσότητες ικανές για να του προκαλέσουν μέθη.
Αφού στη συνέχεια λέγονται κάποιες τετριμμένες χριστιανικές ψευδολογίες ακόμα, διαβάζουμε την εξής παράγραφο: «Έτσι λοιπόν, από πολλούς οι αναστενάρηδες χαρακτηρίζονται ως «δαιμονόπληκτοι» τα δε έθιμά τους ως «χονδροκοπιά» του πλέον πεζού και απολίτιστου τύπου και «ξένα προς το ευγενές και ωραίο πνεύμα της χριστιανικής πίστης».
Ιδού το «ευγενές πνεύμα» του αρσενικού κατινισμού. Προσέξτε πώς μιλά: «από πολλούς». Όταν δεν το λέει κανείς, τότε ο αρχιψευταράς λέει: «όπως πολλοί το λένε». Όμως τίποτα το πεζό και απολίτιστο δεν γίνεται στα αναστενάρια. Απεναντίας όλα γίνονται με σειρά τάξη και σεβασμό στις διαδικασίες.
Τονίζω μάλιστα, σ’ αυτό το σημείο ξανά, ότι δεν υπάρχει καμμιά φάση στα δρώμενα, που να γίνεται κρυφά. Που ν’ απαγορεύεται η παρουσία κάποιου. Απολύτως τίποτα μη φανερό. Άρα ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει την ανυπαρξία του πεζού και του απολίτιστου του χαρακτήρα τους.
Το θέμα της ακαΐας δεν περιβάλλεται από κανένα μυστήριο ή μυστικό. Οι αναστενάρηδες, άσχετα από την γνώμη που έχουν οι ίδιοι για το φαινόμενο, δεν έχουν τίποτε περισσότερο, αλλά και λιγότερο από τον οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Όλες οι μυστηριώδεις πλευρές, που νομίζονται από τον κόσμο, οφείλονται στον τεχνικό αναλφαβητισμό και στην δεισιδαιμονία. Δυο κατάρες που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία και όχι μόνο. Διότι η φωτιά δεν έχει θεό και γι’ αυτό δεν μπορεί να κάνει εξαίρεση στις πατούσες κανενός. Εάν καίγεται από μια φωτιά έστω κι ένας, τότε θα καούν όλοι.
Για το ζήτημα αυτό θα αναφέρω μια ικανή μαρτυρία, η οποία δείχνει την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, από ανθρώπους οι οποίοι είναι απαλλαγμένοι από δεισιδαιμονίες κι από τεχνολογικό αναλφαβητισμό: Την δεκαετία 1985-1995 είχα μαθητές, μεταξύ των άλλων, από την Αυστραλία, οι οποίοι ήρθαν πολλές φορές για να μάθουν κοντά μου διάφορά ελληνικά παραδοσιακά όργανα. Τους ανθρώπους αυτούς τους γνώρισαν και του γνωρίζουν δεκάδες Σερραίοι. Ο επί κεφαλής της ομάδας αυτής και η γυναίκα του πυροβατούσαν στην Αυστραλία. Επρόκειτο για συμμετοχή σε τελετές πυροβασίας γηγενών Αυστραλών. Ουδεμία σχέση με εικόνες και χριστιανούς αγίους.
Οι Αυστραλοί αυτοί λοιπόν, όταν τους ρωτούσε κανείς πώς και δεν καίγονται, όταν πατούν στα κάρβουνα, χαμογελούσαν ειρωνικά. Όταν μάλιστα τους ρώτησα, επίτηδες, αν η ακαΐα τους οφείλονταν πιθανόν σε λόγους εκστασιακούς και τα τοιαύτα, τότε τους έπιαναν κανονικά τα γέλια.
Παρεκβατικώς θα σας αναφέρω ότι αυτός ο Αυστραλός, όταν διαπίστωσε με βεβαιότητα ότι ήξερε περισσότερα πράγματα για τους αρχαίους Έλληνες, απ’ ότι οι Έλληνες που γνώρισε στην Ελλάδα, με ρώτησε το εξής: οι αρχαίοι σας πρόγονοι λέγανε «πας μη Έλλην βάρβαρος». Του απάντησα λοιπόν ότι έλεγε την αλήθεια. Κι αμέσως με κάρφωσε στο βράχο, ακριβώς για τους αντίθετους λόγους για τους οποίους κάρφωσε ο Δίας τον Προμηθέα στον Καύκασο: τώρα κι εγώ, μου είπε, ένας πρώην βάρβαρος θα σου πω κάτι, «Πας Έλλην μη Έλλην γάιδαρος». Πρόκειται για μια «Λυδία λίθο». Όταν την χώσεις στο αυτί κάποιου Έλληνα αμέσως βγάζεις κάποια συμπεράσματα αναλόγως με το αν δεν κοκκινίσει. Ή αν κοκκινίσει, αναλόγως με το βαθμό κοκκινίσματος.
Για να τελειώνουμε λοιπόν με το θέμα της ακαΐας, καμμιά παράβαση φυσικών νόμων δεν υφίσταται. Και προ παντός λόγω επέμβασης αγίων ή δαιμόνων η οινοποσίας ή μαστουρωμάτων και εκστάσεων. Το φαινόμενο είναι πανανθρώπινο. Γίνεται σ’ όλες τις ηπείρους, μηδεμιάς εξαιρουμένης, διότι τα εξαγνιστικά μέσα παγκοσμίως είναι δυο: το νερό και η φωτιά.
Ουδέποτε άκουσα αναστενάρηδες να κάνουν λόγω περί ακαΐας. Μόνο σε τηλεοράσεις μίλησαν κάποιες γυναικούλες και κοντά σ’ αυτές ελάχιστοι άνδρες. Οι περισσότεροι άνδρες αναστενάρηδες δεν «καταδέχονται» να μιλούν για τέτοιες ανοησίες. Ήδη ανάφερα την περίπτωση της Βουλγαρίας (χωριά Κωστή, Βούργαροι, Προδίβο). Με τα ίδια μου τα μάτια είδα μια παρέα, που ήταν μέλη μιας ορχήστρας αστικής λαϊκής μουσικής, μαζί με τον δάσκαλό τους να πυροβατούν, στα καλά καθούμενα, πάνω στα κάρβουνα που άναψαν για να ψήσουν το αρνί τους.
Επίσης σε χωριό όπου τελούνται αναστενάρια συνέβη το εξής: κάποιος ο οποίος δεν έγινε δεκτός, για τον άλφα ή βήτα λόγο, στην τελετή της πυροβασίας, την ψώνισε, πήγε σε μια ταβέρνα του χωριού, έβαλε τον ταβερνιάρη να αδειάσει τα κάρβουνα της ψησταριάς του πάνω στο μωσαϊκό δάπεδο της ταβέρνας – άλλο που δεν ήθελε κι αυτός ν’ απολαύσει τέτοιο μοναδικό θέαμα – και ποδοπατώντας τα με μανία, τα έσβησε μέχρι και το τελευταίο, μπροστά στα μάτια έκπληκτα μάτια του ταβερνιάρη και πεντέξι θαμώνων, δίχως να καεί στο ελάχιστο. Φανταστείτε πόσο πιο δύσκολο είναι το πάτημα στα κάρβουνα όταν αυτά βρίσκονται πάνω σε σκληρή επιφάνεια και δεν μπορούν να υποχωρήσουν και να παραχωθούν στο έδαφος.
Επειδή το γεγονός αυτό ήταν εξαιρετικό, ερεύνησα το θέμα και «ανάκρινα» τον ταβερνιάρη και όλους τους παρόντες στο περιστατικό, οι οποίοι ήταν γνωστοί και φίλοι. Επίσης συζήτησα διεξοδικά το θέμα με τον ίδιο τον δράστη, ο οποίος ήταν και παλιός φίλος μου. Δεν μου έμεινε η παραμικρή αμφιβολία ότι όλοι έλεγαν την αλήθεια.
Για την προέλευση των αναστεναρίων, ακόμα κι αν δεν ανατρέξουμε στις αρχαίες αναφορές, οι οποίες είναι αρκετές, μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή σχεδόν συμπεράσματα και μόνο από το σήμερα. Μπορούμε δηλαδή μέσα από τα ίδια τα δρώμενα να κυττάξουμε κατάματα τον ίδιο τον Διόνυσο. Αρκεί να πετάξουμε από τα μάτια μας το Χριστιανικό γράσο με τον οποίο είναι σκεπασμένα.
Αν δεν μπορείτε να τον δείτε στο μουσικοχορευτικόν της ιστορίας αυτής, θα σας τον δείξουμε σ’ άλλες γωνιές όπου κρύβεται λιγότερο.
Όταν κατά το 1988 περίπου ηχογράφησα τον αρχιλυράρη της Κερκίνης Δημήτριο Κουκουρίγκο, δυο ώρες σε μαγνητοταινία, παρατήρησα αμέσως ότι ανάμεσα στα τραγούδια που έπαιξε – άπαντα της παραδόσεως των αναστενάρηδων – υπήρχε πληθώρα διονυσιακών τραγουδιών. Οι αναφορές σε πούτσες (φαλλικές διονυσιακές τελετές) και μουνιά πήγαιναν σύννεφο. Οι κοροϊδίες και τα υπονοούμενα για παπάδες καλογριές και παπαδοκόρες ήταν σε «ημερήσια» βάση. Το εν τρίτο σχεδόν των αποκριάτικων τραγουδιών, που εξέδωσε σε δίσκο η σημερινή Μούσα μας Δόμνα Σαμίου (άρα οι Μούσες δεν είναι πλέον εννέα, κι ας μη με συγχωρήσετε να δηλώσω ερωτευμένος μέχρι θανάτου με το θεϊκό αυτό κορίτσι), τα τραγούδησε ο αναστενάρης αυτός λυράρης. Τι «τις μεγάλες αποκριές δυο τσουβάλια με ψωλές», που αφού διάλεξαν και πήραν όλες οι κυρίες, σύμφωνα με το γούστο της η καθεμιά, στο τέλος έφτασε καταϊδρωμένη κι η παπαδιά και όταν τίναξε το τσουβάλι και έπεσε μια με δυο κεφάλια αναφώνησε «τούτη είναι για τα μένα που ’ν’ τα σκέλια μ’ αναμμένα». Τι «και τη καθαρή δευτέρα παίρνουν τα μουνιά αέρα».
Βέβαια ελάχιστοι γνωρίζουν το έθιμο «ο καλόγερος» που κάνουν τις αποκριές σε μερικά χωριά οι αναστενάρηδες αλλά κι όλο το χωριό τους. Γίνεται σίγουρα στην Αγία Ελένη των Σερρών και στην Μαυρολέυκη Δράμας. Πρόκειται για μια γονιμική τελετή όπου συμβολικά οργώνεται και σπέρνεται η γη.
Ας δούμε τι λέει το μοναδικό τραγούδι που τραγουδιέται ολημερίς. «Ένας γέρος μεσ’ τ’ αλώνι με την πούτσα του μαλώνει». Από κει και πέρα δεν μένουν ασχολίαστα ούτε τα μουνιά ούτε τα γαμήσια ούτε οι καλόγεροι, παπάδες, παπαδιές, παπαδοπούλες, χήρες και παντρεμένες. Μετά όμως από κάθε στροφή επαναλαμβάνεται απαραιτήτως και σταθερά η εξής επωδός: «πες μας βρε καλόγερε τι είν’ αυτά που κρέμονται, είναι η αποσυρτή μου που ’χω μέσα στο βρακί μου».
Εάν δεν έχετε δει ακόμα τον Διόνυσο, τότε δεν πρόκειται να τον δείτε ποτέ σας. Κι αυτό διότι δεν τον είδατε ποτέ. Ούτε καν έχετε ακούσει κάτι γι’ αυτόν. Ούτε έχετε δει Αριστοφάνη. Διότι τότε θα αντιλαμβανόσασταν τι πάει να πει «τι είν’ αυτά που κρέμονται», που είναι οι φαλλοί.
Έχω διαβάσει αρκετά που γράφτηκαν για τα αναστενάρια. Όλες οι πένες που τα έγραψαν μου φάνηκε ότι βουτήχτηκαν σε πολύ αραιό μελάνι. Ίσως και το δικό μου μελάνι να πάσχει παρόμοια με τ’ άλλα. Πάντως το παρασκεύαζα τρεις ολάκερες δεκαετίες.
Από την «ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ» (1928), θα αντιγράψουμε την εργασία του λαογράφου Στίλπωνα Κυριακίδη, για τα αναστενάρια. αναστενάρια (τα) (και : αναστενάρης, αναστενάρα, αναστενάρι ή νεστενάρι).
Ούτω καλούνται είς τινα περί την Αγαθούπολιν του Ευξείνου Πόντου και μεσογειότερον αυτής κείμενα χωρία οι θασιώται περιέργου τινός οργιαστικής λατρείας, ήτις υπομιμνήσκει ζωηρώς τα όργια της διονυσιακής τοιαύτης.
Τα χωρία, εις τα οποία μέχρι πρό τινος, δηλονότι της τελευταίας ανταλλαγής των πληθυσμών, ετελούντο τα όργια ταύτα είναι τα ακόλουθα: Ρέσβι, Γαλαζάκι, Προδίβο, Κωστή, Πυργόπλο, άπαντα ελληνικά και ελληνόφωνα, Βούλγαροι, Μούρτσοβο, Γραματίκοβο βουλγαρόφωνα κείνται δε άπαντα εντός μακράς κοιλάδος, περιβαλλομένης εκατέρωθεν υπό υψηλών και δυσβάτων ορέων, ένεκα των οποίων και η επικοινωνία προς τα πέριξ είναι εξαιρετικά δύσκολος, όθεν υπό των Τούρκων η περιφέρεια Κιόρ Καζά ωνομάσθη, τούτ’ έστι τυφλή επαρχία.
Εκτός της περιοχής ταύτης, ήτις άπασα πλην του Πυργόπλου ανήκεν άλλοτε εις την δικαιοδοσίαν του μητροπολίτου Σωζοαγαθουπόλεως, η περί ής ο λόγος λατρεία απηντάτο και είς τινα χωρία της επαρχίας Βιζύης, οίον Σοργάς, Άγιον Ιωάννην, Ματσουράν, Πλέτσαν, Άγιον Στέφανον, Πινακά και Άγιον Γεώργιον, έτι δε και εις το χωρίον Αφκαριού της επαρχίας Αδριανουπόλεως. Και εις άπαντα μεν τα χωρία ταύτα, αλλού ολιγότερον, αλλού περισσότερον, ησκείτο η λατρεία ταύτη, κέντρον όμως αυτής ήτο κυρίως το χωρίον Κωστή.
Η λατρεία συνήπτετο προς την εορτήν κυρίως του αγίου Κωνσταντίνου, είς τινα όμως χωρία και προς άλλους αγίους, οίον τον άγιον Παντελεήμονα εις τα χωρία Προδίβον, Γαλαζάκι και Μούρτσοβον, τον προφήτη Ηλίαν εις το χωρίον Βούργαροι, ετελείτο δε εις το Κωστή ως εξής:
Η λατρεία ήρχιζεν από της 2ας Μαΐου. Κατά την ημέραν αυτήν αι γυναίκες και οι παρθένοι με εορτάσιμον στολήν ελάμβανον την εικόνα του αγίου Κωνσταντίνου και μετέβαινον εις το εκτός του χωρίου αγίασμα αυτού, το οποίον ήτο περιπεφραγμένον δια φράκτου και εσκιάζετο υπό υψηλήν δένδρων, είχε δε και παράπηγμα.
Τον χώρον του αγιάσματο τούτου αι γυναίκες εκαθάριζον από τα χόρτα και την άμμον, επιδιώρθωνον τον φράκτην, ήναπτον λαμπάδας και εθυμίων, ενίπτοντο κατόπιν εις το ύδωρ του αγιάσματος ρίπτουσαι εις την ιεράν πηγήν νομίσματα και έπειτα έστηνον χορόν μετά το πέρας του οποίου επέστρεφον εις τα ίδια. Έκτοτε οι χοροί εξηκολούθουν καθ’ εκάστην περί την εσπέραν μέχρι της ημέρας της εορτής του αγίου.
Κατά την προ του αγίου Κωνσταντίνου Κυριακήν ετελείτο κοινή εορτή υπό όλων των περιοικούντων χωρίων είς τινα τοποθεσίαν, Τρίπορι καλουμένην, και κειμένην εις την φάραγγα, την ονομαζομένην Βλάχοβον. Εις την τοποθεσίαν ταύτην πολλαί πηγαί αναβλύουν, εκάστη των οποίων ανήκε και εις εν των συνεορταζόντων χωρίων ως αγίασμα αυτού, πλησίον δε υπάρχει ιερόν άλσος, εντός του οποίου έκαστον χωρίον είχε δι’ εαυτό ωκοδομημένον παράπηγμα.
Η προσέλευσις των χωρικών εις τον ιερόν τόπον εγίνετο εν πομπή. Προηγείτο η μουσική, αποτελουμένη εκ μεγάλου ιερού τυμπάνου, λύρας, αυλού και άσκαυλου, ηκολούθουν άνδρες κρατούντες θυμιατήρια, δι’ ων εθυμίων ακαταπαύστως τα ακολουθούντα αναστενάρια, τους οργιαστάς δηλονότι θιασώτας. Τα αναστενάρια ταύτα εκράτουν εις χείρας τας χορευούσας εικόνας των αγίων, των οποίων εγίνετο χρήσις μόνον κατά την λατρείαν ταύτην.
Αι εικόναι αύται, καλούμεναι υπό των εγχωρίων και των θασιωτών παππούδες, απεικόνιζον τον άγιον Κωνσταντίνον και την αγίαν Ελένην, ταύτην όμως ουχί ως συνήθως, αλλά διεζωσμένην την εσθήτα και τον έτερον πόδα ως εν χορώ προτείνουσαν. Αι εικόναι έφερον κάτωθεν εκ της ιδίας σανίδος λαβήν ικανώς μακράν, εξ ής και εκράτουν αυτάς τα αναστενάρια, ήσαν δ’ επηργυρωμέναι ή και επιχρυσομέναι και εκοσμούντο με διάφορα κοσμήματα, οίον χρυσά και αργυρά ενώτια και δακτυλίους και ψέλλια και αλύσεις και αρχαία νομίσματα, άνωθεν δ’ εκαλύπτοντο δι’ ερυθράς σκέπης, η οποία εσκέπαζε τους εικονιζομένους αγίους μέχρι του τραχήλου, έφερε δε προσερραμμένους πολυπληθείς ευμεγέθεις αργυρούς κώδωνας.
Τοιαύται εικόνες και εις τους ναούς ευρίσκοντο, αλλ’ ιερώταται εθεωρούντο αι φυλαττόμεναι εις τα κονάκια λεγόμενα των παππούδων. Ήσαν δε τα κονάκια ιδιαίτερα δωμάτια εν τη οικία ενός εκάστου αναστενάρη, όπου ήσαν ανηρτημέναι τοιαύται εικόνες, ενώπιον των οποίων ίσταντο λυχνίαι σιδηραί και εκρέμαντο λύχνοι άσβεστοι. Ιερώτατον όμως πάντων τούτων των κονακίων εθεωρείτο το καλούμενον μεγάλο κονάκι, το οποίον ήτο το δωμάτιον των εικόνων της οικίας του αρχιαναστενάρη.
Αι εικόναι αυταί εθεωρούντο κατ’ εξοχήν θαυματουργοί και δια τούτο και κατά τας εορτάς, αλλά και οσάκις είχον ανάγκην της θείας αντιλήψεως εν καιρώ ασθενειών ή όταν έβλεπον κακά όνειρα οι χωρικοί και αι χωρικαί προσήρχοντο εις τα κονάκια μετά λαμπάδων, θυμιαμάτων και διαφόρων προσφορών, οίον ελαίου, κηρού, χρημάτων και των τοιούτων, όπως προσκυνήσουν τας εικόνας και ζητήσουν την βοήθειάν των.
Τα προπορευόμενα αναστενάρια ηκολουθούντο υπό των οικογενειών των χωρικών, ων εκάστη έφερε μεθ’ εαυτής αρνίον προς θυσίαν, άρτον και οίνον. Την πομπήν συνώδευον και οι ιερείς του χωρίου. Αφού η πομπή έφθανε εις το Τρίπορι, ηνοίγοντο τα κεκλεισμένα αγιάσματα και εκαθαρίζοντο. Οι ιερείς τότε έψαλλον τον αγιασμόν, έκαστος εις το αγίασμα του υπό την δικαιοδοσίαν του χωρίου, αναστενάρης δε παριστάμενος ήντλει ύδωρ και έδιδε προς νίψιν και πόσιν εις τους προσερχομένους, ούτοι δε προσέφερον λαμπάδας, θυμιάματα και χρήματα.
Μετά τον αγιασμόν αι εικόνες εκάστου χωρίου απετίθεντο εις το ίδιον αυτού παράπηγμα, παρ’ αυτάς δε ετοποθετούντο τα αναστενάρια, οι δε χωρικοί προσερχόμενοι προσεκύνουν αυτάς ανάπτοντες λαμπάδας και προσφέροντες θυμιάματα. Πολλοί τούτων και εξωμολογούντο τότε προς τα παριστάμενα αναστενάρια, ταύτα δε υπεδείκνυον τον τρόπον του εξιλασμού, όστις συνήθως συνίστατο εις θυσίας και προσφοράς χρηματικάς.
Κατά τον αυτόν χρόνον έξω επί της χλόης τα αρνία, ευλογηθέντα πρώτον υπό των ιερέων, εσφάζοντο και εψήνοντο. Οι ιερείς ελάμβανον ως αμοιβήν την πλάτην και το δέρμα. Ηκολούθει γεύμα, μεθ’ ο οι μεν αυτόχθονες ιερείς παρέμενον, οι δε ξένοι απεπέμποντο εκ φόβου μήπως τα τελούμενα καταγγείλουν εις τον αρχιερέα. Το γεύμα ηκολούθει χορός οργιαστικός, όστις ήρχιζε και εκτελείτο ως εξής:
Εις κάθε παράπηγμα, όπου αι εικόνες, τα αναστενάρια, άνδρες και γυναίκες, έχοντα τας χείρας οριζοντίως τεταμένας ή και λευκά μαντήλια κρατούντες ήρχιζαν, δύο πρώτον ή τρία, να χορεύουν τον αντικρυστόν χορόν, δεξιά και αριστερά κινούμενα και, επιφωνούντα «εχ εχ, ιχ ιχ , ουχ ουχ». Βαθμιδόν προσήρχοντο και άλλα, ο ρυθμός εγίνετο ταχύτερος και ζωηρότερος, μέχρις ου εκμανέντα ήρπαζον τας εικόνας και εκίνουν αυτάς ατάκτως άνω κάτω, δεξιά και αριστερά.
Συγχρόνως και οι άλλοι πανηγυρισταί έστηναν πέριξ χορόν υπό τον ήχον της εγχωρίου μουσικής, εις το μέσον δ’ αυτού τα αναστενάρια εισορμήσαντα μανικώς και ατάκτως επήδων, συγχρόνως δε προσέφερον τας εικόνας προς προσκύνησιν εις διαφόρους των χορευόντων. Όταν δε ο ενθουσιασμός εκορυφούτο, ώρμων ακάθεκτα δια μέσου των δασών και του όρους και επέστρεφον έκαστον εις τα ίδια. Κατά τούτο και οι λοιποί πανηγυρισταί παρελάμβανον τας οικογενείας των και επέστρεφον εις τα χωρία των, όπου εξηκολούθουν τον χορόν μέχρι της πρωίας.
Κατά τας τελετάς της πανηγύρεως ταύτης καθώς και τας ακολουθούσας ανεδεικνύοντο και τα νέα αναστενάρια ως εξής. Διαρκούντος του οργιαστικού χορού των αναστεναρίων, άλλοτε εις, άλλοτε δύο ή και περισσότεροι των πανηγυριζόντων κατελαμβάνοντο υπό του οργιαστικού ενθουσιασμού ή κατά την εγχώριον φράσιν «τους έπιανε ο άγιος» ή «τους εγκαλούσε η εικόνα». Συνίστατο δε τούτο εις το εξής:
Αιφνιδίως ήρχιζον να τρέχουν και να αφρίζουν και να αγριεύουν, κατόπιν κατελαμβάνοντο υπό σπασμών και ελυποθύμουν. Οι παρόντες τότε κρατούντες λαμπάδας εθυμίων αυτούς, έως ότου συνελθόντες εκ της λυποθυμίας ανεπήδων ορμητικώς, ήρπαζον την εικόνα του αγίου και πηδώντες έξαλλοι και χορεύοντες ετρέποντο εις τα όρη, όπου και κατέπαυεν η διέγερσις εκ της εξαντλήσεως. Μετά την πάροδον του οργιασμού ουδέν συνήθως των τελεσθέντων ενεθυμούντο. Οι νέοι ούτοι φοιβόληπτοι απετέλουν τα υποψήφια νέα μέλη του θιάσου των αναστεναρίων.
Μετά τα προκαταρτικά ταύτα στάδια, κατά την εβδομάδα της εορτής του αγίου Κωνσταντίνου και ιδία κατά την παραμονήν, πάντες οι κάτοικοι εφρόντιζον να φέρουν ξύλα, τα οποία συνεσώρευον εις την πλατείαν του χωρίου εις μέγαν σωρόν. Ο αρχιαναστενάρης εν τω μεταξύ ηγόραζεν εκ των κοινών χρημάτων ταύρον τριετή τέλειον, την σε παραμονήν της εορτής του αγίου πομπή, αναχωρούσα εκ της οικίας του αρχιαναστενάρη, παρελάμβανε τον ταύρον τούτον και ωδήγει όπισθεν του ιερού βήματος της εκκλησίας, και τον προσέδενε εις κρίκους επίτηδες προσηλωμένους.
Απευελείτο δε η πομπή εκ των αναστεναρίων, κρατούντων τας εικόνας και χορευόντων, των οποίων προηγείτο η συνήθης μουσική και οι βαστάζοντες τα θυμιατήρια άνδρες, ηκολούθει δε ο λαός πανδημεί. Εις τον αυτόν τόπον προσεδένοντο και οι ταύροι, όσους είχον τάξει ιδιώται. Τα αρνία και τα πρόβατα, αφού ηυλογούντο υπό του ιερέως, ωδηγούντο εις τας οικίας, όπου και εσφάζοντο. Μετά την πρόσδεσιν του ιερού θύματος διελύοντο.
Την εσπέραν της αυτή ημέρας το πλήθος συνεκεντρώνετο προ της οικίας του αρχιαναστενάρη. Αφού δε έπινον αρκετά, εξεκίνουν εν πομπή, προπορευομένης της μουσικής, και ήρχοντο εις τον ναόν. Εις τούτον εισήρχοντο μόνον τα αναστενάρια, ο δε αρχιαναστενάρης τρις γονατίσας προ των εικόνων του Χριστού και της Παναγίας, και των χορευουσών του αγίου Κωνσταντίνου εικόνων, ελάμβανεν ανά μίαν εκ των τελευταίων τούτων και παρέδιδεν εις έκαστον των αναστεναρίων, κρατών την τελευταίαν δι’ εαυτόν.
Μετά τούτο εξήρχοντο του ναού και διευθύνοντο εν πομπή εις την πλατείαν, όπου ο σωρός την ξύλων, όστις προηγουμένως αναφθείς είχεν ήδη αποτελέσει πυράν και ανθρακιάν. Το πυρ της πυράς ταύτης θεωρείται ιερόν και δια τούτο απαγορεύεται να ανάπτωσιν εξ αυτών τας καπνοσύραγγάς των. Εκεί παρά την πυράν ήρχιζε τον χορόν ο αρχιαναστενάρης, ηκολούθουν δε τα άλλα αναστενάρια, ενώ πέριξ αυτών ο λαός έστηνε άλλον χορόν. Κατά τον χορόν τούτον επανελαμβάνοντο όσα και εις τον ανωτέρω περιγραφέντα, με την προσθήκην ότι, όταν εκορυφώνετο ο ενθουσιασμός, τα αναστενάρια επήδων γυμνόποδα όπως ήσαν επί της ανθρακιάς και εχόρευον επί τινα λεπτά επ’ αυτής, χωρίς να δείξουν ουδέ το ελάχιστον σημείον πόνου εξ εγκαύματος.
Αφού δε ούτως αρκετά εχόρευον, διηυθύνοντο εν πομπή εις τας οικίας των χωρικών, αίτινες ήσαν πάσαι ανοικταί. Οι οικοδεσπόται εδέχοντο μετά χαράς τα αναστενάρια και παρέθετον εις αυτά τράπεζαν. Έως ότου δε παρατεθεί αύτη, τα αναστενάρια εχόρευον τον χορόν των. Κατά τας ευωχίας ταύτας άφθονος έρρεεν ο οίνος ή το οινόπνευμα, ουχί δε σπανίως και εις άλλα όργια ακόλαστα εξετρέποντο, ενώ κατά πάντα τον άλλον χρόνον και τα αναστενάρια και οι χωρικοί ήσαν εγκρατέστατοι και ηθικώτατοι.
(Του αντιγράφοντος: ακόμα κι ένας Κυριακίδη δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την χριστιανική ανωμαλία της ηθικής κρίσης ενός δρώμενου με ιστορία αιώνων. Επί πλέον η αναφορά του αυτή είναι εντελώς αόριστη και άρα περιφρονητέα. Μας είναι πολύ δύσκολο να θεωρήσουμε πιθανόν ότι άνθρωποι που κρατούσαν εικόνες αγίων θα μπορούσαν να προβούν σε «ακόλαστα όργια»).
Αφού δε κατ’ αυτόν τον τρόπον περιήρχοντο τας οικίας του χωρίου, επέστρεφον εις την πυράν, όπου χορεύοντα μέχρι κορυφώσεως του οργιασμού, ετρέποντο προς τα έξω του χωρίου, κατευθυνόμενα προς το γειτονικόν, ακολουθούντως του πλήθους μετά της μουσικής και τινών οπλοφόρων. Οι κάτοικοι τούτου εξήρχοντο τότε εις προϋπάντησιν των αναστεναρίων μετά φανών και λαμπάδων, έχοντες επί κεφαλής τα ιδικά των αναστενάρια με τας εικόνας των. Αφού δε ησπάζοντο αλλήλους εισήρχοντο εις το χωρίον και εφιλιξενούντο εις τας οικίας των χωρικών, όπου χορεύσαντες και ευχηθέντες επέστρεφον εις τα ίδια προπεμπόμενοι υπό των χωρικών.
Η νυχτερινή αυτή επίσκεψις εχαρακτηρίζετο ως επίσκεψις του αγίου προς τον εν τω γειτονικώ χωρίω αδελφόν του. ενίοτε νέοι του χωρίου προσεπάθουν να ανακόψουν τον δρόμον των αναστεναρίων προς το γειτονικό χωρίον, δια να μη φύγει ο άγιος εκ του χωρίου των, αλλά σπανίως το κατώρθωναν.
Την επαύριον, εορτήν του αγίου, μετά την απόλυσιν της εκκλησίας, ο ιερεύς μετέβαινε εις το αγίασμα του χωρίου, όπου έψαλλεν αγιασμόν, παρισταμένου του αρχιαναστενάρη, κρατούντος την εικόνα του αγίου, την οποίαν μετά το τέλος του αγιασμού επανέφερεν εις τον ναόν. Κατόπιν ο ιερεύς ηυλόγει όλα τα θύματα, τα όπισθεν του ιερού δεδεμένα, ο δε αρχιαναστενάρης δια πελέκεως εθυσίαζε τον ταύρον, προσέχων ώστε το αίμα να ρεύσει εις τα θεμέλια του ναού. Κατόπιν δια μαχαίρας εξέδερε και εταμάχιζε τον ταύρον, τα δε κρέατα μετά πλατέως λωρίου εκ του δέρματος, όσον ήτο αρκετόν δι’ εν τσαρούχι, διενέμοντο ωμά εις τας οικίας του χωρίου. Αν η ποσότης δεν επήρκει, οι μη λαβόντες ελάμβανον κατά το επόμενον έτος.
Ο πέλεκυς και η μάχαιρα, τα οποία εχρησιμοποίει ο αρχιαναστενάρης, εθεωρούντο ιερά. Κατά την ημέραν ταύτην τα αναστενάρια ησύχαζον, ενώ οι χωρικοί έσφαζον τα πρόβατά των και ευωχούντο, άλλοι μεν εντός του χωρίου, άλλοι δε εις το αγίασμα.
Την επιούσαν νύκτα επανελαμβάνετο ο χορός και τα όργια περί την πυράν, καθώς και αι νυκτεριναί εκδρομαί και επισκέψεις, διήρκουν σε ταύτα άνευ διακοπής επί ολόκληρον οκταήμερον. Καθ’ όλην την διάρκειαν της εορτής προ της θύρας εκάστου αναστεναρίου εκρέματο φανός ως δείγμα της ιεράς ιδιότητος του οικοδεσπότου.
Κατά το τέλος της πανηγύρεως τα αναστενάρια περιήρχοντο εν πομπή και χορώ το χωρίον, εσταύρωνον τας τέσσερας αυτού οδούς δια των εικόνων και έπειτα επέστρεφον εις την οικίαν του αρχιαναστενάρη. Αφού δε και εκεί εσυμποσίαζον, εν πομπή πάλιν έφερον και απέθετον τας εικόνας εις τον ναόν και ούτως έληγε η πανήγυρις.
Σημειωτέον ότι εις τας τελετάς ταύτας απεφεύγετο η παρουσία ξένων, δια τούτο και απεμακρύνοντο οι οι μη εντόπιοι ιερείς. Αν δε τις παριστάμενος ετόλμα να περιγελάση τι των τελουμένων διέτρεχε τον κίνδυνον να φονευθεί. Ως δε κατά την εν Τρίπορι τελετήν, ούτω και κατά τους περί την πυράν χορούς, πολλοί τέως βέβηλοι, θεόληπτοι εγίνοντο, «τους έπιανε ή τους εγκαλούσε ο άγιος ως καθαρούς», και ανεδεικνύοντο υποψήφια αναστενάρια.
Τα αναστενάρια απετέλουν ιδίαν αδελφότητα, ίδιον θίασον, του οποίου αρχηγός ήτο ο αρχιαναστενάρης, εκλεγόμενος εκ των αναστεναρίων του Κωστή, εξ διαδοχής του εκάστοτε πρεσβυτέρου ή ικανωτέρου. Δια να γίνει δε τις δεκτός εις τον θίασον αυτόν, ου μόνον έπρεπε πρότερον να τον έχει πιάσει ο άγιος, αλλά και να εγκριθή υπό του αρχιαναστενάρη και να είναι αρεστός εις τους λοιπούς θασιώτας.
Διήγον βίον αυστηρόν και εθεωρούντο σεβαστά εις τους χωρικούς. Ως επί το πλείστον ήσαν αγράμματα, εις δε την εκκλησίαν μόνον κατά την εορτήν του αγίου Κωνσταντίνου και των Φώτων, ότε εψάλλετο ο μέγας αγιασμός, προσήρχοντο καθώς και οι χωρικοί, οι αποδεχόμενοι και παρακολουθούντες τα όργια των αναστεναρίων, ούτως ώστε συνέβαινε πολλάκις η εκκλησία να είναι κενή. Και κατά τας εορτάς των Χριστουγέννων εγειρόμενοι πρωί έτρωγον απλώς το χριστόψωμο και κατόπιν ευωχούντο χωρία να πλησιάζουν εις την εκκλησίαν.
Ουδέν εκ των αναστεναρίων εξωμολογείτο, σπανιώτατα δε μετελάμβανον. Οσάκις δε ησθάνοντο την ανάγκην της εξωμολογήσεως, απεσύροντο εις το δάσος και χαράσσοντες σταυρόν επί μεγάλου δένδρου, ενώπιον αυτού εξωμολογούντο τας αμαρτίας των. Αντί της εκκλησίας εσύχναζον εις τα κονάκια των παππούδων, περί ων ανωτέρω είπομεν, όπου εφυλάττοντο και αι διάφοραι των λάτρεων προσφοραί και ιδία εις το κονάκι του αρχιαναστενάρη. Περί του πλούτου τούτου δε πολλά εμυθεύοντο. Αι προσφοραί απετέλουν περιουσίαν του θιάσου, εξ αυτών δε μόνον ο αρχιαναστενάρης και τα αναστενάρια ηδύναντο να χρησιμοποιήσουν προς ιδίαν χρήσιν.
Εκτός του χορού και των οργίων και των λοιπών, όσα αναφέραμεν, τα αναστενάρια και άλλα έργα επετέλουν, έργα ιερέως, ιατρού, μάντεως και χρησμοδότου. Ούτως εξωμολόγουν τους προσερχομένους και άφηνον τας αμαρτίας αντί θυσιών εις τον άγιον, εχρησμοδότουν περί της εκβάσεως υποθέσεων ή ασθενειών, απεκάλυπτον κλέπτας και ηρμήνευον όνειρα, προσκαλούμενοι δε εις ασθενείς εστάυρωνον αυτούς δια της εικόνος και χορεύοντες ηρώτων αυτήν αν ο πάσχων θα ιαθή ή όχι. Επειδή δε οι χρησμοί αυτών ήσαν συνήθως ασαφείς και λοξοί, δια τούτο και η αλήθεια αυτών εθεωρείτο υπό των χωρικών αναμφισβήτητος εν οιαδήποτε εκβάσει.
Εν καιρώ επιζωοτίας ή άλλης επιδημίας, ήτις συνήθως απεδίδετο εις βρυκόλακα, τον οποίον εδώ ωνόμαζον σμερδάκι ή γούστρελον, τα αναστενάρια εξήρχοντο εν πομπή και χορώ και τας εικόνας κρατούντα κατεδίωκον δήθεν τον βρυκόλακα και επυροβόλουν αυτόν, ισχυριζόμενα ότι τον βλέπουν εν είδει ασκού πλήρους αίματος. έπειτα εσταύρωνον τας τέσσαρας γωνίας του χωρίου δια να εμποδίσουν την είσοδο του κακού. Προς περισσοτέραν δε ασφάλειαν εις τας τέσσαρας πλευράς του χωρίου υπήρχον παραπήγματα, αφιερωμένα εις τους παπούδες, εις τα οποία κατά τας εορτάς απετίθεντο αι εικόνες τούτων προς προσκύνησιν.
Τέλος και εις τας θεμελιώσεις των οικιών εκαλούντο, κατά τας οποίας ο μεν αρχιτέκτων έσφαζε μέλαν πρόβατον εις το μέσον του οικοπέδου, τα δε αναστενάρια ήναπτον ανά μίαν λαμπάδα εις τας τέσσαρας γωνίας της οικίας και εθυμίων τους παρισταμένους. Έπειτα ο αρχιαναστενάρης έθαπτε την κεφαλήν του θύματος εκεί, όπου είχε ρεύσει τι αίμα, κατόπιν δε ήρχιζεν ο χορός, όστις διήρκει μέχρι της παραθέσεως του γεύματος. Μετά τούτο ευχηθέντες απήρχοντο. Εις όλας ταύτας τας περιστάσεις τα αναστενάρια εφιλοδωρούντο συνήθως μεν δια θυσιών προς τον άγιον, αλλά και δι’ άλλων διαφόρων προσφορών.
Η πίστις των γυναικών εις τα όργια και τας τελετάς των αναστεναρίων και την αποτελεσματικότητα αυτών δια την εξασφάλισιν της ευημερίας του χωριού και απέναντι παντός καλού ήτο απόλυτος, επίστευον δε ότι πάσα παραμέλησις αυτών ήθελεν επιρεάσει και την υγείαν του τόπου και την ευφορίαν της γης και την ευκρασίαν του καιρού και των ποιμνίων την ευδοκίμησιν. Δια τούτο και παρά πάσας τας νουθεσίας και τους διωγμούς των αρχιερέων έμενον πάντοτε πιστοί εις την τήρησιν των αρχαίων αυτών εθίμων.
Ότε δε ποτε ηναγκάσθησαν υπό της επιτοπίου αρχής, τη επεμβάσει των αρχιερέων, να απόσχωσι των οργίων, ισχυρίζοντο ότι επήλθεν εις την χώραν αυτών φοβερά δυστυχία. Όθεν και μόλις εύρον ευκαιρίαν επανέλαβον τας τελετάς.
Εν τούτοις ακούονται και ανέκδοτα τινά, μαρτυρούντα ότι και μεταξύ των αναστεναρίων δεν έλειπον οι απατεώνες, αλλά και μεταξύ των χωρικών οι νηφαλιώτεροι και δύσπιστοι.
Των αναστεναρίων τούτων και των λατρευτικών των οργίων δεν είναι άγνωστα και παλαιότερα ίχνη. Ήδη ο Νικήτας ο Χωνιάτης ομιλών περί της κατά τα τέλη του ΙΒ΄ αιώνος επαναστάσεως των Βουλγάρων Πέτρου και Ασάν επί της βασιλείας του Ισαακίου, αναφέρει δαομονόπληκτους τινάς χρησμοδότας, οίτινες φέρουσιν όλα τα χαρακτηριστικά των σημερινών αναστεναρίων.
Κατά τας ειδήσεις του Χωνιάτου, ο Πέτρος και ο Ασάν θέλοντες να κινήσωσι τα διστάζοντα πλήθη των Βουλγάρων εις αποστασίαν από των Βυζαντινών έκτισαν πρώτον ναόν επ’ ονόματι του αγίου Δημητρίου, εις δε τον ναόν τούτον συγκεντρώσαντες «πολλούς των δαομονοπλήκτων εξ εκατέρου γένους, αιμωπούς και διαστρόφους τας κόρας, λυσιχαίτας, και τ’ άλλα ακριβώς διασώζοντας, οπόσα οι τοις δαίμοσι κάτοχοι διαπράττονται» υπέβαλον εις αυτούς να είπουν ότι ο άγιος Δημήτριος εγκαταλιπών την Θεσσαλονίκην εγκαταστάθη εις τον νέον ναόν και ηυδόκησε να ελευθερώση το έθνος των Βουλγάρων και των Βλάχων.
Και εξακολουθεί ο Χωνιάτης περιγράφων τον τρόπον, καθ’ ον εχρησμοδότησαν οι δαιμονόπληκτοι ούτοι: «ανακωχευόμενοι δε προς βραχύ οι παράφοροι ούτοι, και αίφνης το πνεύμα πλείον συλλέγοντες, επιληπτευόμενοι αύθις διεσοβούντο και εβόων ενθεαστικόν και διάτορον μη είναι το από τούδε έδρας ακμήν, αλλ’ όπλα μετά χείρας λαβείν και Ρωμαίοις ομόσε χωρείν… υπό θεοπρόπων ουν τοιούτων όλον το γένος εξομιληθέντες των όπλων άπαντες γίνονται».
Χαρακτηριστικά επίσης είναι όσα παρέχει ο δημώδης κώδιξ, όστις μας διασώζει και την δημώδη ονομασίαν των δαιμονόπληκτων τούτων, ψυχάρια. «Και εν αυτώ πολλούς δαιμονοπλήκτους άτινα και ψυχάρια ονομάζουσι, περισυνάξαντες από διαφόρων γενών, και ετέρους αναξομαλίους και κουτρουλούς κωραγίους, πράττοντας όσα και οι δαιμονικοί ποιούσι, τύπτοντες εαυτούς μετά σιδήρων». Και αυτά μεν οι κώδικες του Χωνιάτου.
Εξήκοντα δε ή εβδομήκοντα έτη μετά ταύτα η ανωνύμου Σύνοψις χρονική, ην εξέδοκεν ο Σάθας (Μεσαιωνική βιβλιοθήκη τ. Ζ΄ σ. 371), περί των αυτών γεγονότων ομιλούσα, ασθενάρια αυτούς αποκαλεί, πιθανώς, εκ παραφθοράς του ονόματος αναστενάρια. Είναι λοιπόν πρόδηλον ότι πρόκειται περί των σημερινών αναστεναρίων, των οποίων κατά μεν τον ΙΒ΄ αιώνα έχομεν το όνομα ψυχάρια, κατά δε τον ΙΓ΄ το όνομα ασθενάρια ήτοι αναστενάρια.
Εκτός των ανωτέρω ο συνάδελφος Ι. Παπαδόπουλος επέστησε την προσοχή μου επί ανεκδότου κειμένου Θεοδώρου του Δούκα του Λάσκαρι (κωμωδία εις τον βαγιούλον αυτού, κάκιστον και χείριστον όντα. Paris. Supl. Grec. 472 f. 102 v – 102 r), όπου γίνεται υπαινιγμός περί του Αίμου ως πηγής μαγγανειών. «Εμαίνετο, μεν ουν, λέγει ο Θεόδωρος δια τον παιδαγωγόν του, εκείνος ορών με φιλοσοφούντα και εξήπτεν την φαρμακείαν. οίμαι γαρ πάλαι και μαγγανείας εγίγνωσκεν τω των βουλγαρικών ορίων προ καιρού παρατρίψας βουνώ, Αίμω τούνομα, ω διαπράττονται εκείνων τα θρακικά, και επωδαίς εκείθεν καταμιανθείς, ην όλως δαιμονικός, ώστε και την πολιάν βαθέως κατέβαπτεν. κόπρον γαρ διαφόρων ζώων κατακιρνών και αλείφων αυτήν ετεχνάζετο τη βαφή την νεότητα».
Εν τούτοις δεν είναι αδύνατον ο υπαινιγμός να αφορά εις τους κατά τον ΙΒ΄ αιώνα αναφανέντας παρά τοις Βουλγάροις και εν βορείω Θράκη εν γένει Ευχίτας, τους προδρόμους των Βογομίλων, περί των οποίων ομιλεί και ο Ψελλός εις το «Περί ενεργείας δαομόνων» έργον του και εις τους οποίους απεδίδοντο επίσης μαγικαί ιδιότητες.
Εκ των ανωτέρω χωρίων και ιδίως του Χωνιάτου και της Συνόψεως προκύπτει ότι τα αναστενάρια πράγματι ήσαν γνωστά κατά τα τέλη του ΙΒ΄ αιώνος και ότι ταύτα εξετείνοντο ευρύτερον της σημερινής περιοχής και εις τας πέραν του Αίμου χώρας, αφού εκεί εκήρυξεν ο Πέτρος την επανάστασιν και κατόπιν διέβη τον Αίμον προς λεηλασίαν των νοτίως αυτού βυζαντινών επαρχιών (Σύνοψις ένθ. αν.), «Και ως ευημερήθησαν τούτοις τα της αποστασίας, μικρόν ηγησάμενοι την εαυτών ελευθερίαν, και κατά των έξω του Αίμου χωρών επέρχονται, δηούντες ταύτας και αφανίζοντες… εάσαντες ταύτην (την Πρεσθλάβαν) κατά των έξω του Αίμου ρωμαϊκών κτημάτων επιστρατεύουσι, και πολλά σώματα Ρωμαίων και βόας και υποζύγια, και των άλλων βοσκημάτων πλήθος ουκ ελάχιστον διαρπάζουσιν».
Εκτός όμως των ανωτέρω χωρίων ο Πολίτης είχεν υπ’ όψιν του και άλλα κείμενα, και νεώτερα του ΙΒ΄ αιώνος. Ποία ήσαν τα κείμενα ταύτα δεν γνωρίζω. Ο πρώτος πραγματευθείς αναστεναρίων Χουρμουζιάδης, του οποίου και η περιγραφή παραμένει μέχρι σήμερον ως η μόνη αξιόλογος πηγή περί αυτών, σημειώνει τα του Κυρίλλου του Αλεξανδρείας λεγόμενα περί των εθνικών ιερέων, οίτινες κατά τινας καταγελάστους πανηγύρεις λαμβάνοντες τα αγάλματα των θεών περιήρχοντο εις τας πλατείας «κατασειόμενοί τε και οίον μεθύσκοντες, ως αχθοφορούντες άγαν», προσθέτει δε εις αυτάς και τας παρατηρήσεις του συγγραφέως του Ταμείου της Ορθοδοξίας (Θεοφίλου του Καμπανίας του ΙΗ΄ αιώνος;), αίτινες προδήλως αναφέρονται εις συνηθείας παρομοίας προς τας των αναστεναρίων.
Ούτως εν τω ΝΣΤ΄ κεφαλαίω τω επιγραφωμένω «ότι ου δια των εικόνων ενεργεί ο Σατανάς…» ο συγγραφεύς του ταμείου θεωρεί ως ουχί θεμιτόν να φέρουν οι λαϊκοί επί των ώμων εικόνας και να τρέχουν και να περιέρχονται με αυτάς και προσθέτει: «όθεν με το να καταφρονώνται αι εικόνες από τους ιερείς και άλλους, παραδιδόμεναι εις χείρας αμαρτωλών και μεθύσων ανθρώπων, ο θεός παραχωρεί και ο Σατανάς ενεργεί τα όσα πολλοί είδον και μεθ’ όρκου βεβαιούσι να γίνωνται, εν δυσβάτοις όρεσι και φάραγξι τους βαστάζοντας τας εικόνας μετατοπίζων, έκφρονας και επτοημένους αποτελών, και πολάκις πετομένους περιφέρων εν ιδρώτι πολλώ δια το άχθος της θαυματουργούσης δήθεν εικόνος».
Ασαφείς δε τινάς και αορίστους πληροφορίας παρέχει και ο Cousineri περί των Ροδόπη οικούντων, εις ους αποδίδει οργιαστικήν τινα διονυσιακήν λατρείαν, αλλ’ αυται υπαινίσσονται μεν οργιασμόν τινα ανάλογον πρός τον των αναστεναρίων, βεβαίως όμως δεν αναφέρονται εις τα αναστενάρια.
Όσα μέχρι τούδε ιστορικά περί των αναστεναρίων γνωρίζομεν, δεν είναι δυστυχώς αρκετά, ώστε να μας αποκαλύψουν την ιστορικήν αρχήν των, αν δηλονότι κατά τον Μεσαίωνα ανεπτύχθησαν εν τη Βορείω Θράκη, όπου ποικίλα έθνη και ποικίλαι θρησκευτικαί αιρέσεις διεσταυρώθησαν, ή αν είναι παλαιά προχριστιανική κληρονομία. Ασχέτως όμως προς την απόδειξιν της ιστορικής συνεχείας, πράγματι, καθώς ήδη παρετηρήθη υπό του Χουρμουζιάδου, είναι αξία σημειώσεως η ομοιότης των οργιαστικών τελετών των αναστεναρίων προς τα όργια της εκ Θράκης εις την Ελλάδα διαδοθείσης οργιαστικής του Διονύσου λατρείας.
Τα θρακικά ταύτα όργια, κατά την επιτυχή περιγραφή του Rohde ετελούντο εις τα όροι εν καιρώ σκοτεινής νυκτός και υπό το ασταθές φως των δάδων θορυβώδης μουσική αντήχει, ο ταραχώδης ήχος χαλκίνων κυμβάλων, η υπόκωφος βροντή μεγάλων τυμπάνων και η «μανίας επαγωγός ομοκλά», κατά τον Αισχύλον, βαθυήχων αυλών. Υπό της αγρίας ταύτης μουσικής, του οίνου και μεθυστικών ενίοτε καπνών καννάβεως διεγειρόμενοι οι θιασώτες εχόρευον εκβάλλοντες αγρίας ιαχάς. Περί ασμάτων ουδείς λόγος. Του χορού η έντασις δεν άφηνε την απαιτουμένην προς τούτο πνοήν. Διότι ο χορός αυτός δεν είχε τίποτε το ομοιάζον προς το έρρυθμον βήμα των ομηρικών Ελλήνων, χορευόντων τον παιάνα.
Ο θίασος των οργιαστών έτρεχεν εις τα όρη χορεύων μανιακόν και δινούμενος και κλονιζόμενος και ενθουσιών. Ούτω δε έξαλλος επέπιπτεν επί του ιερού ταύρου, τον οποίον ζώντα κατεκερμάτιζε και ωμά τα κρέατα κατέπινε. Σκοπός δε του οργιασμού τούτου ήτο ο ενθουσιασμός, η ένωσις τουτέστι του ανθρώπου προς τον θεόν ή ενσάρκωσις του θεού εις τον άνθρωπον δια της εκστάσεως, την οποία επετύγχανον δια του χορού, της μουσικής, του οίνου και των μεθυστικών καπνών.
Η ομοιότης των τελετών των αναστεναρίων προς τα διονυσιακά ταύτα όργια είναι καταφανής. Πρέπει δε να προστεθή ότι και εις τους αρχαίους Θράκας απεδίδοντο μαντικαί και άλλαι ιδιότητες εις τον Διόνυσον, καθώς σήμερον εις τα αναστενάρια.
Τοιούτου είδους οργιαστικαί τελεταί δεν περιορίζονται μόνον εις την Θράκην. Ανάλογος προς αυτάς κατά την αρχαιότητα ήτο η φρυγική λατρεία του Άττιδος και της Κυβέλης, κατά δε τους νεοτέρους χρόνους πλείσται τοιαύται παρετηρήθησαν κατά φύσιν ή και προηγμένους οπωσούν λαούς. Αι τελεταί αύται ως επί το πλείστον τελούνται υπό των μάγων ή των ιατρών της φυλής, των οποίων παράδειγμα πολύ γνωστόν είναι οι Schaman των λαών της Σιβηρίας.
Όμοιοι προς αυτούς εν τη Βαλκανική είναι οι Ρουσαλτζήδες των Βουλγάρων, οι οποίοι περιερχόμενοι τα χωρία δια χορών μανιακών και εξάλλων θεραπεύουσι πάσαν ασθένειαν. Κάτι δε παρόμοιο προς τα αναστενάρια απετέλουν προ ολίγων ετών, ίσως δε και αποτελούν ακόμη, εν Ρωσία οι αιρετικοί Christi, οι οποίοι ενόμιζον ότι δια του χορού και της εκστάσεως κατώρθωναν να ενσωματώσουν οι μεν άνδρες τον Χριστόν, αι δε γυναίκες την παρθένον Μαρία.
Συμφώνως προς τα ανωτέρω τα σημερινά αναστενάρια, είτε είναι λείψανον μεσαιωνικής αιρέσεως, είτε, πιθανώτερον είναι εκχριστιανισμένον λείψανον της οργιαστικής θρακικής λατρείας του Διονύσου, ήτις ακριβώς ως κοιτίδα αυτής είχε τον Αίμον, ανήκουν εις την μεγάλην τάξιν των οργιαστικών λατρειών, αίτινες πάσαι, αρχαίαι και νεώτεραι, σκοπόν έχουν δια της εκστάσεως να αφομοιώσουν τον άνθρωπον προς το θείον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ. Κυρία πηγή: Α. Χουρμουζιάδου, Περί των αναστεναρίων και άλλων τινών παραδόξων εθίμων και προλήψεων. Ν. Βέη. Τα αναστενάρια κατά τους μέσους αιώνας εν Βυζαντίδι Α΄ σ. 48-50 και τας παρατηρήσεις του Πολίτου εν Λαογραφία Α΄ σ. 343 κ. ε. Δια την οργιαστικήν λατρείαν του Διονύσου κυρίως Rohde, Psyche σ. 5 κ. εξ Otto Kern, Die Religion der Oriechen 1 σ. 226. Nilsson, Gr. Feste σ. 258 κ. ε.
athriskos.gr .-
visaltis.net/2014/01/blog-post_14.html
-
Έχουμε πυροβασία στην Μαυρολεύκη Δράμας. Εδώ και ημέρες αρμάτωσα την λύρα μου, έκανα τις πρόβες μου, και είμαι πανέτοιμος να τιμήσω τον Διόνυσο, έστω και με τα «χριστιανικά» του προπετάσματα, τα οποία θα προσπαθήσω να απαλείψω στην συνέχεια. Στον παρόντα μνημόσυνο λόγο, θα επιχειρήσω να φωτίσω αρκετές πλευρές του θέματος, και κυρίως αυτές που ξεγλίστρησαν, μερικές μάλιστα εντελώς, απ’ όλους τους ερευνητές, τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζω.
Πρόκειται για «μνημόσυνο» που γίνεται πάνω σε κενοτάφιο, το οποίο σκάφτηκε προ πολλού από το χριστιανικό ιερατείο, το οποίο το προόριζε για την ταφή των αναστεναρίων. Και είναι ακόμα κενό διότι το ιερατείο αυτό δεν κατόρθωσε ακόμα να δολοφονήσει το «τρισκατάπατο» αυτό υποψήφιο θύμα του που λέγεται αναστενάρια. Τα πράγματα δείχνουν ότι ο τάφος αυτός θα παραμείνει κενός εσαεί. Το ανόητο και ανθελληνικό ιερατείο αδυνατεί παντελώς να αντιληφτεί ότι η ελληνική ψυχή είναι αθάνατη.
Μάλιστα θα σας φανερώσω εξ αρχής ποια πλευρά του ζητήματος έλαθε, το περισσότερο, και η οποία, κατά τη γνώμη μου είναι ίσως η σπουδαιότερη:
Πρόκειται για τον πατριωτικό χαρακτήρα των αναστεναρίων ο οποίος αποδεικνύεται από τα ίδια τα τραγούδια που τραγουδιούνται κατά την διάρκεια των δρώμενων. Επί πλέον, τέτοιου είδους τραγούδια τραγουδάνε οι αναστενάρηδες και στα γλέντια τους, τα οποία είναι άσχετα με την τελετή της πυροβασίας. Διαθέτω μαγνητοταινίες, από τέτοια γλέντια, στις οποίες είναι αυτά καταγεγραμμένα.
Πριν από το χορό κυρίως τραγουδιέται το επιτραπέζιο
«Παν’ σε πράσινο λιβάδι»:
«Παν’ σε πράσινο λιβάδι, κάθονταν τρία παληκάρια, με σπαθιά και με ζωνάρια
την ημέρα τρων’ και πίνουν, και το βράδυ κάνουν βίγλα
κάνουν βίγλα και βιγλίζουν, και βιγλίζουν τους διαβάτες, τις ξανθιές τις μαυρομάτες
να βρουν Τούρκο να σκοτώσουν, και Ρωμιό να ξεσκλαβώσουν
κει που τρώγαν και που πίναν, πέρασ’ ένας γέρος Τούρκος, που ’σερνε μια Ρωμιοπούλα
βρε καλώς τον γέρο Τούρκο, καλημέρα παληκάρια
δε μας λες βρε γέρο Τούρκο, πού τη βρήκες τη Ρωμιέσα, πού την πας τη Ρωμιοπούλα
’δώκα γρόσια και την πήρα, και φλουριά την αγόρασα
βρε γελά σας παληκάρια , πε το σπίτι μου με πήρε
το παιδί μου μεσ’ στην κούνια, το ψωμί μου μεσ’ στον φούρνο, και τα ρούχα μου στην πλώτρια
κούνια κούνα το παιδί μου , φούρνε ψήσε το ψωμί μου
μέχρι να ’ρθει ο καλός μου , ο καλός και ο σγουρός μου«.
Το τραγούδι του χορού και της πυροβασίας, «ο Κωνσταντίνος ο μικρός», δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με κανέναν άγιο ή μέγα Κωνσταντίνο. Αναφέρεται σε κάποιον Κωνσταντίνο που του ήρθε, σε μικρή ηλικία, μήνυμα να πάει στον πόλεμο. Κι αφού περιγράφει τις σχετικές του προετοιμασίες και την αναχώρησή του, τελειώνει με τη κακή συμπεριφορά της μάνας του προς την γυναίκα του, η οποία μάνα, που αποκαλείται «Οβραίσας (Εβραίας) θυγατέρα», την κούρεψε αντρίκεια και την έστειλε να φυλάει πρόβατα και γίδια.
Επί δυο δεκαετίες που συναναστράφηκα με αναστενάρηδες, ως οργανοπαίχτης της λύρας, αλλά κυρίως ως ερευνητής – επίσης διαθέτοντας το πλεονέκτημα να διαβιώνω καθημερινά ανάμεσά τους εδώ και τρεις δεκαετίες – ουδέποτε άκουσα να αναφέρονται φράσεις του είδους: ο άγιος Κωνσταντίνος ή η αγία Ελένη. Δεν πρόκειται για κανένα μυστικό, διότι αυτό μπορεί να το διαπιστώσει ο οποιοσδήποτε, αφού δεν υπάρχει καμιά φάση στις τελετές που να απαγορεύεται η παρουσία κάποιου ατόμου. Αυτό που ακούγεται, κατά κόρον, και μόνο αυτό, είναι η φράση «οι παππούδες». Οι παππούδες όμως είναι οι πρόγονοι και τίποτε άλλο.
Κοντολογίς αν κανείς τραβήξει το χριστιανικό πέπλο – το οποίο αναγκαστικά φόρεσε το σώμα των αναστεναρίων, για να γλιτώσει το «τομάρι» του από την χριστιανική μισαλλοδοξία – αυτό που θα αντικρίσουν τα μάτια του, δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά μια λειτουργία απόδοσης τιμής, μνήμης και σεβασμού προς τους προγόνους των Ελλήνων και κυρίως προς το αίσθημα που έτρεφαν αυτοί προς την αρετή της ελευθερίας. Ελευθερία που χάθηκε πρώτα από την κυριαρχία των Ρωμαίων (Βυζάντιο), μετά από την αντίστοιχη των Τούρκων και τέλος από την καταδυνάστευση του Ελληνικού λαού από την παπαδοκρατούμενη πολιτεία που επικράτησε και επικρατεί μετά την «απελευθέρωση» του 1821.
Όσοι ερεύνησαν το θέμα που μας απασχολεί εδώ, ανήκουν στις εξής κατηγορίες:
Μια κατηγορία αποτελείται απ’ αυτούς που δεν κατόρθωσαν να εισχωρήσουν σε βάθος μέσα στο σώμα του θέματος. Πρόκειται γι’ αυτούς που δεν ξέρανε να σηκώσουν ούτε ένα παραπλανητικό σεντόνι, απ’ αυτά με τα οποία αναγκάστηκε να σκεπαστεί το έθιμο για να προφυλαχθεί από τους πολεμίου του. Το «ερευνητικό» βλέμμα των ανθρώπων αυτών εξαντλήθηκε πάνω στο χριστιανικό πέπλο των αναστεναρίων. Το πέπλο αυτό λειτούργησε για την ματιά τους ως τέλειο απορροφητικό οπτικό φίλτρο.
Φαίνεται ότι η παραλλαγή ήταν αρκετά επιτυχημένη. Μάλιστα είναι αρκετά πασπαλισμένη και με παραπλανητικά φανταχτερά χρώματα από το χρωματοπωλείο του μύθου. Ρωτάει κάποιος: από πού και πώς ξεκίνησαν τα αναστενάρια;
Να, εκεί στην πατρίδα τους που ήταν οι αναστενάρηδες, τα παλιά τα χρόνια, είχε πιάσει μια εκκλησιά φωτιά και λαμπάδιασε. Άρχισαν λοιπόν να καίγονται οι εικόνες στο τέμπλο και τότε κάποιος, πατώντας πάνω στα καμένα ξύλα και τα κάρβουνα που είχαν γίνει – δεν διευκρινίζεται καθόλου αν ο άνθρωπος φορούσε τα τσαρούχια του – βγήκε έξω από την εκκλησιά σώζοντας κάποιες εικόνες δίχως να καεί καθόλου. Εις ανάμνηση λοιπόν αυτού του γεγονότος τελούνται αυτά τα αναστενάρια.
Και γιατί δεν καίγονται οι αναστενάρηδες από τα αναμμένα κάρβουνα; Ρωτάει κάποιος άλλος. Διότι τους προστατεύουν οι άγιοι. Μάλιστα. (Θα δούμε στη συνέχεια ότι η ακαΐα πετυχαίνετε ξεκάθαρα και άνευ της αρωγής των αγίων, δίχως καμμιά αμφιβολία. Μάλιστα δε, μπορεί κανείς ν’ απολαύσει το θέαμα και επί χρήμασι στην Βουλγαρία, οποιαδήποτε μέρα του χρόνου. Επί πλέον, έχω δει ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν καμμιά σχέση με αναστενάρια αλλά ούτε και με καμμιά θρησκεία να ανάβουν φωτιά και να πατούν στα κάρβουνα, δίχως να παθαίνουν απολύτως τίποτα. Χώρια που έχω δει αναστενάρηδες, σπανιότατα ομολογώ, να βγάζουν φουσκάλες από κάψιμο).
Μια άλλη κατηγορία ερευνητών, η οποία περιλαμβάνει και τον μικρότερο πληθυσμό, αντιλήφθηκε ότι ή ιστορία αυτή είναι προχριστιανική. Θα δούμε στη συνέχεια ότι υπάρχουν σημαντικά ντοκουμέντα που στηρίζουν την εκδοχή αυτή. Αυτή η κατηγορία όμως περιλαμβάνει στους κόλπους της δυο τάξεις.
Η μια τάξη, αν και γνωρίζει την αλήθεια, από δειλία, απέναντι στο παπαδαριό, το ρίχνει στο ναι μεν αλλά. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν το θάρρος να τα βάλουν με το ιερατείο. Γνωστή συμπεριφορά και νοοτροπία. Αρχίζουν λοιπόν να μπλέκουν «τη γραβάτα με το σώβρακο», και να προσπαθούν, στα πλαίσια της ανόητης έκφρασης και στάσης που λέγεται ελληνοχριστιανισμός, να συνδυάσουν πράγματα πολέμια μεταξύ τους. Πρόκειται για μια συμπεριφορά που ξεπερνά τα όρια του τραγέλαφου. Απαξιώ να ασχοληθώ μ’ αυτήν. Είμαι πρόθυμος να πληρώσω το οποιοδήποτε κόστος αυτής μου της απαξίωσης.
Η άλλη τάξη, στην οποία ανήκει και η αφεντιά μου, δηλώνει ευθαρσώς και με παρρησία, ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα, τα αναστενάρια είναι μια ιστορία προχριστιανική, διονυσιακής προελεύσεως, και ότι το οποιοδήποτε χριστιανικό επιφαινόμενο οφείλεται, όπως προείπα, στην ανάγκη προφύλαξή τους από τον χριστιανικό κατατρεγμό. Η ιστορία βρίθει από ανάλογες περιπτώσεις λυσσαλέων επιθέσεων του χριστιανικού ιερατείου κατά των ελληνικών ηθών και εθίμων. Στο σημείο αυτό, θα παραθέσουμε ορισμένα στοιχεία, επ’ αυτού. Σας παρακαλώ να συγκρατήσετε τουλάχιστον τα σχετικά με την απαγόρευση της μουσικής και του χορού, επειδή αφορούν άμεσα στ’ αναστενάρια:
Στο βιβλίο του Αλέξη Σολωμού με τον τίτλο «Ο Άγιος Βάκχος» διαβάζουμε, μεταξύ των άλλων σχετικών, για τον αρχιπατέρα της χριστιανικής εκκλησίας Χρυσόστομο: «δεν τον ενοχλούσαν μονάχα οι παραστάσεις των χορευτών και των μίμων. Ζητούσε από τους χριστιανούς να ξεγράψουν οριστικά κάθε λαϊκό τους τραγούδι. Οι αγωγιάτες να μην τραγουδάνε πάνω στο κάρο τους ούτε οι κοπέλες στον αργαλειό τους ούτε οι μανάδες νανουρίζοντας τα μωρά τους. Τα λείψανα αυτά της αρχαίας Ελληνικής ζωής έπρεπε να τα αντικαταστήσουν με ψαλμούς του Δαβίδ».
Χίλια χρόνια αργότερα οι μαθητές του μισέλληνα αυτού ανθρώπου έψελναν τα εξής: «Σίγησον Ορφεύ, ρίψον Ερμή την λύραν, τρίπους ο Δελφοίς δύνον εις λήθην έτι. Δαβίδ γαρ ημίν πνεύματος κρούων λύραν…».
Ας δούμε όμως τι έψελνε ο Δαβίδ με την λύρα του αλλά και οι συνάδελφοί του μεταξύ των άλλων: «και επεγερώ τα τέκνα σου, Σιών, επί τα τέκνα των Ελλήνων και ψηλαφήσω ρομφαίαν μαχητού. Και κύριος έσται επ’ αυτούς και εξελεύσεται ως αστραπή βολής» (Ζαχαρίας Θ, 13-15).
Στο «ΠΗΔΑΛΙΟ» (εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσς/νίκη) κατά τον χριστιανικό κόσμο «είναι η Διαθήκη μετά την καινή και την παλαιά, η μετά τας αγίας γραφάς αγία Γραφή») διαβάζουμε από την εν Λαοδικεία τοπική σύνοδο εν έτει 364, κανών 53ος : «ότι ου δει χριστιανούς εις γάμους απερχομένους βαλλίζειν ή ορχήσθαι αλλά σεμνώς δειπνείν ή αιριστείν ως πρέπει Χριστιανοίς». Κατηγορηματική δηλαδή απαγόρευση του τραγουδιού και του χορού, των κατ’ εξοχήν Ελληνικών αυτών στοιχείων.
Στον 55ο κανόνα διαβάζουμε: «ότι ου δει ιερατικούς ή κληρικούς, αλλ’ ουδέ λαϊκούς, εκ συμβολής συμπόσια επιτελείν». Απαγόρευση των συμποσίων στους πάντες: κληρικούς και λαϊκούς. Μας είναι γνωστό όμως τι συνέβαινε στα συμπόσια: «μολπή τ’ ορχηστός τε, τα γαρ αναθήματα δαιτός», μας πληροφορεί ο Όμηρος. Ότι το τραγούδι κι ο χορός είναι τα στολίδια του συμποσίου.
Από το γενικό λοιπόν αυτό σχέδιο, της εξόντωσης κάθε στοιχείου της ελληνικής μουσικοχορευτικής παράδοσης, δεν ήταν δυνατόν να εξαιρεθεί και η υπόθεση των αναστεναρίων. Το δεδομένο και μόνο της μοσικοχορευτικής υφής των αναστεναρίων, αρκεί για να αποδειχτεί η ελληνική προέλευσή τους. Διότι ο χριστιανισμός απεχθάνεται τον χορό όχι μόνο στις θρησκευτικές τελετές αλλά, όπως είδαμε, και σ΄ όλο τον καθημερινό βίο. Εξάλλου θα αρκούσε και μόνο η απόδειξη της αδιάκοπης προσπάθειας του χριστιανικού ιερατείου, το οποίο, μέχρι και σήμερα, προσπαθεί να αποτρέψει την τέλεση της «ειδωλολατρικής» αυτής τελετής.
Οι Δεσποτάδες λυσσιάζουν όταν ασχολούνται με τον ανέλπιδο αγώνα τους κατά της πυροβασίας. Και για να μη κατηγορηθώ άδικα ως εμπαθής κατά των ιερωμένων αυτών, οι οποίοι είναι βουτηγμένοι στο ψεύδος και στην υποκρισία, θα σας παραθέσω εδώ μια, από τις πολλές, εγκυκλίους τους κατά των αναστεναρίων:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 654. Του μητροπολίτη Μάξιμου. «Προς τους ευσεβείς Χριστιανούς της Ιεράς Μητροπόλεώς μας.
Όλοι αγαπητοί μου, έχουμε ακούσει για το λαϊκό έθιμο των αναστεναρίων κατά το οποίο μερικοί αγράμματοι, ως επί το πλείστον, και προληπτικοί που καταλαμβάνονται ξαφνικά από έναν ιερό ενθουσιασμό και μανία πατάνε στα αναμμένα κάρβουνα χωρίς να καίγονται. Πιστεύουν μάλιστα οι λίγοι αυτοί αναστενάρηδες, των οποίων εν τω μεταξύ η σχέση με την μυστηριακή και την εν γένει πνευματική ζωή της Εκκλησίας είναι ατροφική και ανύπαρκτη…»
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 διάβασα την εγκύκλιο αυτή, αμέσως απηύθυνα ανοικτή επιστολή στον Μάξιμο, η οποία δημοσιεύτηκε σε ημερήσια εφημερίδα των Σερρών, στην οποία τον αποκαλούσα ασύστολο ψεύτη. Ο αρχιερέας (του ψεύδους) αυτός, όπως το είχα υπολογίσει, δεν απάντησε, ούτε ο ίδιος ούτε και κανείς άλλος για λογαριασμό του, διότι γνώριζε πολύ καλά ότι ψεύδονταν. Χαρακτήρισε αγράμματους τους αναστενάρηδες, τη στιγμή που κάποιος αρχιαναστενάρης ήταν δόκτορας πανεπιστημίου, αλλά και πολλοί αναστενάρηδες απόφοιτοι πανεπιστημίων. Τους χαρακτήρισε αγράμματος αυτός που η θρησκεία του καλεί στις τάξεις της τους μωρούς. Να τι λέει ο απόστολος Παύλος σε μια επιστολή του:
«Παρατηρήσατε αδελφοί, ποιοι είσθε σεις που ο θεός κάλεσε. Δεν υπάρχουν μεταξύ σας πολλοί σοφοί κατ’ άνθρωπο, ούτε πολλοί δυνατοί, ούτε πολλοί ευγενείς την καταγωγήν αλλά εκείνους που ο κόσμος θεωρεί μωρούς εδιάλεξε ο θεός δια να καταισχύνη τους σοφούς, και τους αδύνατους κατά κόσμον εδιάλεξε ο θεός, δια να καταισχύνη του δυνατούς, και ανθρώπους που έχουν ταπεινή καταγωγή κατά κόσμον και τους περιφρονημένους εδιάλεξε ο θεός, ακόμη και πράγματα που δεν υπάρχουν δια να καταργήσει εκείνα που υπάρχουν».
Λέει επίσης ο Μάξιμος ότι «…οι λίγοι αυτοί αναστενάρηδες, των οποίων εν τω μεταξύ η σχέση με την μυστηριακή και την εν γένει πνευματική ζωή της Εκκλησίας είναι ατροφική και ανύπαρκτη…» Πρόκειται για ασύστολο ψεύδος. Μάλιστα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς το αντίθετο, για τους αναστενάρηδες της παληάς γενιάς. Οι νεώτεροι, σε καμμιά περίπτωση δεν έχουν ατροφικότερη σχέση με την εκκλησία, αναλογικά, απ’ ότι οι συνομήλικοί τους μη αναστενάρηδες. Πάμε παρακάτω:
«… και σύμφωνα με τη γνώμη των ειδικών πρόκειται για ένα συνονθύλευμα διονυσιακών – ειδωλολατρικών, αιρετικών και χριστιανικών στοιχείων…». Εδώ τα πράγματα λέγονται με τ’ όνομά τους και με την ορθή χρονολογική σειρά και τάξη. Είτε αρέσει είτε όχι σε μερικούς, αυτή είναι η πάσα αλήθεια. Και επειδή γνωρίζει άριστα η εκκλησία τη σειρά αυτή, ότι αυτό το τελευταίο στοιχείο το χριστιανικό, εκτός που είναι τελευταίο είναι και παραπλανητικό, διότι πλην των τυπικών, ουδεμία ουσία προσδίδει στην ιστορία αυτή, αυτός είναι και ο λόγος που το αντιμάχεται και θα το αντιμάχεται στον αιώνα τον άπαντα.
Όσο για σας «αγράμματοί» μας αναστενάρηδες, ντόκτορες, πτυχιούχους πανεπιστημίων και απόφοιτους λυκείων, ξέρουμε ότι δεν σας πονά τόσο το διονυσιακό στοιχείο, που σας αποδίδουν, όσο το ειδωλολατρικό. Θα σας γιατρέψει όμως τώρα, απ’ αυτόν τον πονοκέφαλο, ένας δόκτωρ κι αυτός, μεγάλος και έντιμος επιστήμων:
Ο Νικόλας Τωμαδάκης καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τόμος Α΄, τεύχος Α΄, Β΄ έκδοση, 1956. Βλέπετε ότι μέχρι την δεκαετία του πενήντα υπήρχαν ακόμα θεολόγοι επιστήμονες οι οποίοι δεν ήταν υποχείρια του Ιουδαιοχριστιανικού ιερατείου, όπως άπαντες οι σημερινοί τυγχάνουν.
Γράφει λοιπόν ο θεολόγος αυτός: «Ο χριστιανισμός υπήρξε πολέμιος κατά κύριο λόγο του Ελληνισμού, ως ζωής και ως σκέψεως… Η μεγαλυτέρα διαβολή την οποία ενήργησε κατά του κλασσικού κόσμου είναι η εμφάνισις αυτού ως ειδωλολατρικού. Λατρεία των ειδώλων , δι ήν κατηγορούν τα συναξάρια τους μη χριστιανούς συχνότατα, δεν εγνώρισαν οι Έλληνες. Εν τούτοις το όνομα Έλλην ταχύτατα συνέπεσε με την έννοια του ειδωλολάτρης, μη χριστιανός…». Συνεχίζουμε με τον Μάξιμο: «… Επίσης η υποβλητική μουσική για την ιερότητα της τελετής, η οινοποσία και ο εκστασιακός χορός…» Για τη μουσική και το χορό τα είπαμε πριν. Για την οινοποσία, πληροφορώ τους πάντες ότι μέχρι να τελειώσουν όλα τα δρώμενα ουδείς και ουδεμία, εκ των συμμετεχόντων , γεύονται καν σταγόνα ποτού. Μετά την πυροβασία, τονίζω μετά, γίνεται τραπέζι, στο οποίο συμμετέχουν άπαντες οι παρεβρισκόμενοι. Εκεί παρατίθεται ούζο και κρασί σε ποσότητες σκανδαλωδώς ελάχιστες. Εξάλλου το τραπέζωμα κρατά το πολύ μια ώρα και δεν υπάρχει περίπτωση να πιει κανείς ποσότητες ικανές για να του προκαλέσουν μέθη.
Αφού στη συνέχεια λέγονται κάποιες τετριμμένες χριστιανικές ψευδολογίες ακόμα, διαβάζουμε την εξής παράγραφο: «Έτσι λοιπόν, από πολλούς οι αναστενάρηδες χαρακτηρίζονται ως «δαιμονόπληκτοι» τα δε έθιμά τους ως «χονδροκοπιά» του πλέον πεζού και απολίτιστου τύπου και «ξένα προς το ευγενές και ωραίο πνεύμα της χριστιανικής πίστης».
Ιδού το «ευγενές πνεύμα» του αρσενικού κατινισμού. Προσέξτε πώς μιλά: «από πολλούς». Όταν δεν το λέει κανείς, τότε ο αρχιψευταράς λέει: «όπως πολλοί το λένε». Όμως τίποτα το πεζό και απολίτιστο δεν γίνεται στα αναστενάρια. Απεναντίας όλα γίνονται με σειρά τάξη και σεβασμό στις διαδικασίες.
Τονίζω μάλιστα, σ’ αυτό το σημείο ξανά, ότι δεν υπάρχει καμμιά φάση στα δρώμενα, που να γίνεται κρυφά. Που ν’ απαγορεύεται η παρουσία κάποιου. Απολύτως τίποτα μη φανερό. Άρα ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει την ανυπαρξία του πεζού και του απολίτιστου του χαρακτήρα τους.
Το θέμα της ακαΐας δεν περιβάλλεται από κανένα μυστήριο ή μυστικό. Οι αναστενάρηδες, άσχετα από την γνώμη που έχουν οι ίδιοι για το φαινόμενο, δεν έχουν τίποτε περισσότερο, αλλά και λιγότερο από τον οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Όλες οι μυστηριώδεις πλευρές, που νομίζονται από τον κόσμο, οφείλονται στον τεχνικό αναλφαβητισμό και στην δεισιδαιμονία. Δυο κατάρες που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία και όχι μόνο. Διότι η φωτιά δεν έχει θεό και γι’ αυτό δεν μπορεί να κάνει εξαίρεση στις πατούσες κανενός. Εάν καίγεται από μια φωτιά έστω κι ένας, τότε θα καούν όλοι.
Για το ζήτημα αυτό θα αναφέρω μια ικανή μαρτυρία, η οποία δείχνει την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, από ανθρώπους οι οποίοι είναι απαλλαγμένοι από δεισιδαιμονίες κι από τεχνολογικό αναλφαβητισμό: Την δεκαετία 1985-1995 είχα μαθητές, μεταξύ των άλλων, από την Αυστραλία, οι οποίοι ήρθαν πολλές φορές για να μάθουν κοντά μου διάφορά ελληνικά παραδοσιακά όργανα. Τους ανθρώπους αυτούς τους γνώρισαν και του γνωρίζουν δεκάδες Σερραίοι. Ο επί κεφαλής της ομάδας αυτής και η γυναίκα του πυροβατούσαν στην Αυστραλία. Επρόκειτο για συμμετοχή σε τελετές πυροβασίας γηγενών Αυστραλών. Ουδεμία σχέση με εικόνες και χριστιανούς αγίους.
Οι Αυστραλοί αυτοί λοιπόν, όταν τους ρωτούσε κανείς πώς και δεν καίγονται, όταν πατούν στα κάρβουνα, χαμογελούσαν ειρωνικά. Όταν μάλιστα τους ρώτησα, επίτηδες, αν η ακαΐα τους οφείλονταν πιθανόν σε λόγους εκστασιακούς και τα τοιαύτα, τότε τους έπιαναν κανονικά τα γέλια.
Παρεκβατικώς θα σας αναφέρω ότι αυτός ο Αυστραλός, όταν διαπίστωσε με βεβαιότητα ότι ήξερε περισσότερα πράγματα για τους αρχαίους Έλληνες, απ’ ότι οι Έλληνες που γνώρισε στην Ελλάδα, με ρώτησε το εξής: οι αρχαίοι σας πρόγονοι λέγανε «πας μη Έλλην βάρβαρος». Του απάντησα λοιπόν ότι έλεγε την αλήθεια. Κι αμέσως με κάρφωσε στο βράχο, ακριβώς για τους αντίθετους λόγους για τους οποίους κάρφωσε ο Δίας τον Προμηθέα στον Καύκασο: τώρα κι εγώ, μου είπε, ένας πρώην βάρβαρος θα σου πω κάτι, «Πας Έλλην μη Έλλην γάιδαρος». Πρόκειται για μια «Λυδία λίθο». Όταν την χώσεις στο αυτί κάποιου Έλληνα αμέσως βγάζεις κάποια συμπεράσματα αναλόγως με το αν δεν κοκκινίσει. Ή αν κοκκινίσει, αναλόγως με το βαθμό κοκκινίσματος.
Για να τελειώνουμε λοιπόν με το θέμα της ακαΐας, καμμιά παράβαση φυσικών νόμων δεν υφίσταται. Και προ παντός λόγω επέμβασης αγίων ή δαιμόνων η οινοποσίας ή μαστουρωμάτων και εκστάσεων. Το φαινόμενο είναι πανανθρώπινο. Γίνεται σ’ όλες τις ηπείρους, μηδεμιάς εξαιρουμένης, διότι τα εξαγνιστικά μέσα παγκοσμίως είναι δυο: το νερό και η φωτιά.
Ουδέποτε άκουσα αναστενάρηδες να κάνουν λόγω περί ακαΐας. Μόνο σε τηλεοράσεις μίλησαν κάποιες γυναικούλες και κοντά σ’ αυτές ελάχιστοι άνδρες. Οι περισσότεροι άνδρες αναστενάρηδες δεν «καταδέχονται» να μιλούν για τέτοιες ανοησίες. Ήδη ανάφερα την περίπτωση της Βουλγαρίας (χωριά Κωστή, Βούργαροι, Προδίβο). Με τα ίδια μου τα μάτια είδα μια παρέα, που ήταν μέλη μιας ορχήστρας αστικής λαϊκής μουσικής, μαζί με τον δάσκαλό τους να πυροβατούν, στα καλά καθούμενα, πάνω στα κάρβουνα που άναψαν για να ψήσουν το αρνί τους.
Επίσης σε χωριό όπου τελούνται αναστενάρια συνέβη το εξής: κάποιος ο οποίος δεν έγινε δεκτός, για τον άλφα ή βήτα λόγο, στην τελετή της πυροβασίας, την ψώνισε, πήγε σε μια ταβέρνα του χωριού, έβαλε τον ταβερνιάρη να αδειάσει τα κάρβουνα της ψησταριάς του πάνω στο μωσαϊκό δάπεδο της ταβέρνας – άλλο που δεν ήθελε κι αυτός ν’ απολαύσει τέτοιο μοναδικό θέαμα – και ποδοπατώντας τα με μανία, τα έσβησε μέχρι και το τελευταίο, μπροστά στα μάτια έκπληκτα μάτια του ταβερνιάρη και πεντέξι θαμώνων, δίχως να καεί στο ελάχιστο. Φανταστείτε πόσο πιο δύσκολο είναι το πάτημα στα κάρβουνα όταν αυτά βρίσκονται πάνω σε σκληρή επιφάνεια και δεν μπορούν να υποχωρήσουν και να παραχωθούν στο έδαφος.
Επειδή το γεγονός αυτό ήταν εξαιρετικό, ερεύνησα το θέμα και «ανάκρινα» τον ταβερνιάρη και όλους τους παρόντες στο περιστατικό, οι οποίοι ήταν γνωστοί και φίλοι. Επίσης συζήτησα διεξοδικά το θέμα με τον ίδιο τον δράστη, ο οποίος ήταν και παλιός φίλος μου. Δεν μου έμεινε η παραμικρή αμφιβολία ότι όλοι έλεγαν την αλήθεια.
Για την προέλευση των αναστεναρίων, ακόμα κι αν δεν ανατρέξουμε στις αρχαίες αναφορές, οι οποίες είναι αρκετές, μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή σχεδόν συμπεράσματα και μόνο από το σήμερα. Μπορούμε δηλαδή μέσα από τα ίδια τα δρώμενα να κυττάξουμε κατάματα τον ίδιο τον Διόνυσο. Αρκεί να πετάξουμε από τα μάτια μας το Χριστιανικό γράσο με τον οποίο είναι σκεπασμένα.
Αν δεν μπορείτε να τον δείτε στο μουσικοχορευτικόν της ιστορίας αυτής, θα σας τον δείξουμε σ’ άλλες γωνιές όπου κρύβεται λιγότερο.
Όταν κατά το 1988 περίπου ηχογράφησα τον αρχιλυράρη της Κερκίνης Δημήτριο Κουκουρίγκο, δυο ώρες σε μαγνητοταινία, παρατήρησα αμέσως ότι ανάμεσα στα τραγούδια που έπαιξε – άπαντα της παραδόσεως των αναστενάρηδων – υπήρχε πληθώρα διονυσιακών τραγουδιών. Οι αναφορές σε πούτσες (φαλλικές διονυσιακές τελετές) και μουνιά πήγαιναν σύννεφο. Οι κοροϊδίες και τα υπονοούμενα για παπάδες καλογριές και παπαδοκόρες ήταν σε «ημερήσια» βάση. Το εν τρίτο σχεδόν των αποκριάτικων τραγουδιών, που εξέδωσε σε δίσκο η σημερινή Μούσα μας Δόμνα Σαμίου (άρα οι Μούσες δεν είναι πλέον εννέα, κι ας μη με συγχωρήσετε να δηλώσω ερωτευμένος μέχρι θανάτου με το θεϊκό αυτό κορίτσι), τα τραγούδησε ο αναστενάρης αυτός λυράρης. Τι «τις μεγάλες αποκριές δυο τσουβάλια με ψωλές», που αφού διάλεξαν και πήραν όλες οι κυρίες, σύμφωνα με το γούστο της η καθεμιά, στο τέλος έφτασε καταϊδρωμένη κι η παπαδιά και όταν τίναξε το τσουβάλι και έπεσε μια με δυο κεφάλια αναφώνησε «τούτη είναι για τα μένα που ’ν’ τα σκέλια μ’ αναμμένα». Τι «και τη καθαρή δευτέρα παίρνουν τα μουνιά αέρα».
Βέβαια ελάχιστοι γνωρίζουν το έθιμο «ο καλόγερος» που κάνουν τις αποκριές σε μερικά χωριά οι αναστενάρηδες αλλά κι όλο το χωριό τους. Γίνεται σίγουρα στην Αγία Ελένη των Σερρών και στην Μαυρολέυκη Δράμας. Πρόκειται για μια γονιμική τελετή όπου συμβολικά οργώνεται και σπέρνεται η γη.
Ας δούμε τι λέει το μοναδικό τραγούδι που τραγουδιέται ολημερίς. «Ένας γέρος μεσ’ τ’ αλώνι με την πούτσα του μαλώνει». Από κει και πέρα δεν μένουν ασχολίαστα ούτε τα μουνιά ούτε τα γαμήσια ούτε οι καλόγεροι, παπάδες, παπαδιές, παπαδοπούλες, χήρες και παντρεμένες. Μετά όμως από κάθε στροφή επαναλαμβάνεται απαραιτήτως και σταθερά η εξής επωδός: «πες μας βρε καλόγερε τι είν’ αυτά που κρέμονται, είναι η αποσυρτή μου που ’χω μέσα στο βρακί μου».
Εάν δεν έχετε δει ακόμα τον Διόνυσο, τότε δεν πρόκειται να τον δείτε ποτέ σας. Κι αυτό διότι δεν τον είδατε ποτέ. Ούτε καν έχετε ακούσει κάτι γι’ αυτόν. Ούτε έχετε δει Αριστοφάνη. Διότι τότε θα αντιλαμβανόσασταν τι πάει να πει «τι είν’ αυτά που κρέμονται», που είναι οι φαλλοί.
Έχω διαβάσει αρκετά που γράφτηκαν για τα αναστενάρια. Όλες οι πένες που τα έγραψαν μου φάνηκε ότι βουτήχτηκαν σε πολύ αραιό μελάνι. Ίσως και το δικό μου μελάνι να πάσχει παρόμοια με τ’ άλλα. Πάντως το παρασκεύαζα τρεις ολάκερες δεκαετίες.
Από την «ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ» (1928), θα αντιγράψουμε την εργασία του λαογράφου Στίλπωνα Κυριακίδη, για τα αναστενάρια. αναστενάρια (τα) (και : αναστενάρης, αναστενάρα, αναστενάρι ή νεστενάρι).
Ούτω καλούνται είς τινα περί την Αγαθούπολιν του Ευξείνου Πόντου και μεσογειότερον αυτής κείμενα χωρία οι θασιώται περιέργου τινός οργιαστικής λατρείας, ήτις υπομιμνήσκει ζωηρώς τα όργια της διονυσιακής τοιαύτης.
Τα χωρία, εις τα οποία μέχρι πρό τινος, δηλονότι της τελευταίας ανταλλαγής των πληθυσμών, ετελούντο τα όργια ταύτα είναι τα ακόλουθα: Ρέσβι, Γαλαζάκι, Προδίβο, Κωστή, Πυργόπλο, άπαντα ελληνικά και ελληνόφωνα, Βούλγαροι, Μούρτσοβο, Γραματίκοβο βουλγαρόφωνα κείνται δε άπαντα εντός μακράς κοιλάδος, περιβαλλομένης εκατέρωθεν υπό υψηλών και δυσβάτων ορέων, ένεκα των οποίων και η επικοινωνία προς τα πέριξ είναι εξαιρετικά δύσκολος, όθεν υπό των Τούρκων η περιφέρεια Κιόρ Καζά ωνομάσθη, τούτ’ έστι τυφλή επαρχία.
Εκτός της περιοχής ταύτης, ήτις άπασα πλην του Πυργόπλου ανήκεν άλλοτε εις την δικαιοδοσίαν του μητροπολίτου Σωζοαγαθουπόλεως, η περί ής ο λόγος λατρεία απηντάτο και είς τινα χωρία της επαρχίας Βιζύης, οίον Σοργάς, Άγιον Ιωάννην, Ματσουράν, Πλέτσαν, Άγιον Στέφανον, Πινακά και Άγιον Γεώργιον, έτι δε και εις το χωρίον Αφκαριού της επαρχίας Αδριανουπόλεως. Και εις άπαντα μεν τα χωρία ταύτα, αλλού ολιγότερον, αλλού περισσότερον, ησκείτο η λατρεία ταύτη, κέντρον όμως αυτής ήτο κυρίως το χωρίον Κωστή.
Η λατρεία συνήπτετο προς την εορτήν κυρίως του αγίου Κωνσταντίνου, είς τινα όμως χωρία και προς άλλους αγίους, οίον τον άγιον Παντελεήμονα εις τα χωρία Προδίβον, Γαλαζάκι και Μούρτσοβον, τον προφήτη Ηλίαν εις το χωρίον Βούργαροι, ετελείτο δε εις το Κωστή ως εξής:
Η λατρεία ήρχιζεν από της 2ας Μαΐου. Κατά την ημέραν αυτήν αι γυναίκες και οι παρθένοι με εορτάσιμον στολήν ελάμβανον την εικόνα του αγίου Κωνσταντίνου και μετέβαινον εις το εκτός του χωρίου αγίασμα αυτού, το οποίον ήτο περιπεφραγμένον δια φράκτου και εσκιάζετο υπό υψηλήν δένδρων, είχε δε και παράπηγμα.
Τον χώρον του αγιάσματο τούτου αι γυναίκες εκαθάριζον από τα χόρτα και την άμμον, επιδιώρθωνον τον φράκτην, ήναπτον λαμπάδας και εθυμίων, ενίπτοντο κατόπιν εις το ύδωρ του αγιάσματος ρίπτουσαι εις την ιεράν πηγήν νομίσματα και έπειτα έστηνον χορόν μετά το πέρας του οποίου επέστρεφον εις τα ίδια. Έκτοτε οι χοροί εξηκολούθουν καθ’ εκάστην περί την εσπέραν μέχρι της ημέρας της εορτής του αγίου.
Κατά την προ του αγίου Κωνσταντίνου Κυριακήν ετελείτο κοινή εορτή υπό όλων των περιοικούντων χωρίων είς τινα τοποθεσίαν, Τρίπορι καλουμένην, και κειμένην εις την φάραγγα, την ονομαζομένην Βλάχοβον. Εις την τοποθεσίαν ταύτην πολλαί πηγαί αναβλύουν, εκάστη των οποίων ανήκε και εις εν των συνεορταζόντων χωρίων ως αγίασμα αυτού, πλησίον δε υπάρχει ιερόν άλσος, εντός του οποίου έκαστον χωρίον είχε δι’ εαυτό ωκοδομημένον παράπηγμα.
Η προσέλευσις των χωρικών εις τον ιερόν τόπον εγίνετο εν πομπή. Προηγείτο η μουσική, αποτελουμένη εκ μεγάλου ιερού τυμπάνου, λύρας, αυλού και άσκαυλου, ηκολούθουν άνδρες κρατούντες θυμιατήρια, δι’ ων εθυμίων ακαταπαύστως τα ακολουθούντα αναστενάρια, τους οργιαστάς δηλονότι θιασώτας. Τα αναστενάρια ταύτα εκράτουν εις χείρας τας χορευούσας εικόνας των αγίων, των οποίων εγίνετο χρήσις μόνον κατά την λατρείαν ταύτην.
Αι εικόναι αύται, καλούμεναι υπό των εγχωρίων και των θασιωτών παππούδες, απεικόνιζον τον άγιον Κωνσταντίνον και την αγίαν Ελένην, ταύτην όμως ουχί ως συνήθως, αλλά διεζωσμένην την εσθήτα και τον έτερον πόδα ως εν χορώ προτείνουσαν. Αι εικόναι έφερον κάτωθεν εκ της ιδίας σανίδος λαβήν ικανώς μακράν, εξ ής και εκράτουν αυτάς τα αναστενάρια, ήσαν δ’ επηργυρωμέναι ή και επιχρυσομέναι και εκοσμούντο με διάφορα κοσμήματα, οίον χρυσά και αργυρά ενώτια και δακτυλίους και ψέλλια και αλύσεις και αρχαία νομίσματα, άνωθεν δ’ εκαλύπτοντο δι’ ερυθράς σκέπης, η οποία εσκέπαζε τους εικονιζομένους αγίους μέχρι του τραχήλου, έφερε δε προσερραμμένους πολυπληθείς ευμεγέθεις αργυρούς κώδωνας.
Τοιαύται εικόνες και εις τους ναούς ευρίσκοντο, αλλ’ ιερώταται εθεωρούντο αι φυλαττόμεναι εις τα κονάκια λεγόμενα των παππούδων. Ήσαν δε τα κονάκια ιδιαίτερα δωμάτια εν τη οικία ενός εκάστου αναστενάρη, όπου ήσαν ανηρτημέναι τοιαύται εικόνες, ενώπιον των οποίων ίσταντο λυχνίαι σιδηραί και εκρέμαντο λύχνοι άσβεστοι. Ιερώτατον όμως πάντων τούτων των κονακίων εθεωρείτο το καλούμενον μεγάλο κονάκι, το οποίον ήτο το δωμάτιον των εικόνων της οικίας του αρχιαναστενάρη.
Αι εικόναι αυταί εθεωρούντο κατ’ εξοχήν θαυματουργοί και δια τούτο και κατά τας εορτάς, αλλά και οσάκις είχον ανάγκην της θείας αντιλήψεως εν καιρώ ασθενειών ή όταν έβλεπον κακά όνειρα οι χωρικοί και αι χωρικαί προσήρχοντο εις τα κονάκια μετά λαμπάδων, θυμιαμάτων και διαφόρων προσφορών, οίον ελαίου, κηρού, χρημάτων και των τοιούτων, όπως προσκυνήσουν τας εικόνας και ζητήσουν την βοήθειάν των.
Τα προπορευόμενα αναστενάρια ηκολουθούντο υπό των οικογενειών των χωρικών, ων εκάστη έφερε μεθ’ εαυτής αρνίον προς θυσίαν, άρτον και οίνον. Την πομπήν συνώδευον και οι ιερείς του χωρίου. Αφού η πομπή έφθανε εις το Τρίπορι, ηνοίγοντο τα κεκλεισμένα αγιάσματα και εκαθαρίζοντο. Οι ιερείς τότε έψαλλον τον αγιασμόν, έκαστος εις το αγίασμα του υπό την δικαιοδοσίαν του χωρίου, αναστενάρης δε παριστάμενος ήντλει ύδωρ και έδιδε προς νίψιν και πόσιν εις τους προσερχομένους, ούτοι δε προσέφερον λαμπάδας, θυμιάματα και χρήματα.
Μετά τον αγιασμόν αι εικόνες εκάστου χωρίου απετίθεντο εις το ίδιον αυτού παράπηγμα, παρ’ αυτάς δε ετοποθετούντο τα αναστενάρια, οι δε χωρικοί προσερχόμενοι προσεκύνουν αυτάς ανάπτοντες λαμπάδας και προσφέροντες θυμιάματα. Πολλοί τούτων και εξωμολογούντο τότε προς τα παριστάμενα αναστενάρια, ταύτα δε υπεδείκνυον τον τρόπον του εξιλασμού, όστις συνήθως συνίστατο εις θυσίας και προσφοράς χρηματικάς.
Κατά τον αυτόν χρόνον έξω επί της χλόης τα αρνία, ευλογηθέντα πρώτον υπό των ιερέων, εσφάζοντο και εψήνοντο. Οι ιερείς ελάμβανον ως αμοιβήν την πλάτην και το δέρμα. Ηκολούθει γεύμα, μεθ’ ο οι μεν αυτόχθονες ιερείς παρέμενον, οι δε ξένοι απεπέμποντο εκ φόβου μήπως τα τελούμενα καταγγείλουν εις τον αρχιερέα. Το γεύμα ηκολούθει χορός οργιαστικός, όστις ήρχιζε και εκτελείτο ως εξής:
Εις κάθε παράπηγμα, όπου αι εικόνες, τα αναστενάρια, άνδρες και γυναίκες, έχοντα τας χείρας οριζοντίως τεταμένας ή και λευκά μαντήλια κρατούντες ήρχιζαν, δύο πρώτον ή τρία, να χορεύουν τον αντικρυστόν χορόν, δεξιά και αριστερά κινούμενα και, επιφωνούντα «εχ εχ, ιχ ιχ , ουχ ουχ». Βαθμιδόν προσήρχοντο και άλλα, ο ρυθμός εγίνετο ταχύτερος και ζωηρότερος, μέχρις ου εκμανέντα ήρπαζον τας εικόνας και εκίνουν αυτάς ατάκτως άνω κάτω, δεξιά και αριστερά.
Συγχρόνως και οι άλλοι πανηγυρισταί έστηναν πέριξ χορόν υπό τον ήχον της εγχωρίου μουσικής, εις το μέσον δ’ αυτού τα αναστενάρια εισορμήσαντα μανικώς και ατάκτως επήδων, συγχρόνως δε προσέφερον τας εικόνας προς προσκύνησιν εις διαφόρους των χορευόντων. Όταν δε ο ενθουσιασμός εκορυφούτο, ώρμων ακάθεκτα δια μέσου των δασών και του όρους και επέστρεφον έκαστον εις τα ίδια. Κατά τούτο και οι λοιποί πανηγυρισταί παρελάμβανον τας οικογενείας των και επέστρεφον εις τα χωρία των, όπου εξηκολούθουν τον χορόν μέχρι της πρωίας.
Κατά τας τελετάς της πανηγύρεως ταύτης καθώς και τας ακολουθούσας ανεδεικνύοντο και τα νέα αναστενάρια ως εξής. Διαρκούντος του οργιαστικού χορού των αναστεναρίων, άλλοτε εις, άλλοτε δύο ή και περισσότεροι των πανηγυριζόντων κατελαμβάνοντο υπό του οργιαστικού ενθουσιασμού ή κατά την εγχώριον φράσιν «τους έπιανε ο άγιος» ή «τους εγκαλούσε η εικόνα». Συνίστατο δε τούτο εις το εξής:
Αιφνιδίως ήρχιζον να τρέχουν και να αφρίζουν και να αγριεύουν, κατόπιν κατελαμβάνοντο υπό σπασμών και ελυποθύμουν. Οι παρόντες τότε κρατούντες λαμπάδας εθυμίων αυτούς, έως ότου συνελθόντες εκ της λυποθυμίας ανεπήδων ορμητικώς, ήρπαζον την εικόνα του αγίου και πηδώντες έξαλλοι και χορεύοντες ετρέποντο εις τα όρη, όπου και κατέπαυεν η διέγερσις εκ της εξαντλήσεως. Μετά την πάροδον του οργιασμού ουδέν συνήθως των τελεσθέντων ενεθυμούντο. Οι νέοι ούτοι φοιβόληπτοι απετέλουν τα υποψήφια νέα μέλη του θιάσου των αναστεναρίων.
Μετά τα προκαταρτικά ταύτα στάδια, κατά την εβδομάδα της εορτής του αγίου Κωνσταντίνου και ιδία κατά την παραμονήν, πάντες οι κάτοικοι εφρόντιζον να φέρουν ξύλα, τα οποία συνεσώρευον εις την πλατείαν του χωρίου εις μέγαν σωρόν. Ο αρχιαναστενάρης εν τω μεταξύ ηγόραζεν εκ των κοινών χρημάτων ταύρον τριετή τέλειον, την σε παραμονήν της εορτής του αγίου πομπή, αναχωρούσα εκ της οικίας του αρχιαναστενάρη, παρελάμβανε τον ταύρον τούτον και ωδήγει όπισθεν του ιερού βήματος της εκκλησίας, και τον προσέδενε εις κρίκους επίτηδες προσηλωμένους.
Απευελείτο δε η πομπή εκ των αναστεναρίων, κρατούντων τας εικόνας και χορευόντων, των οποίων προηγείτο η συνήθης μουσική και οι βαστάζοντες τα θυμιατήρια άνδρες, ηκολούθει δε ο λαός πανδημεί. Εις τον αυτόν τόπον προσεδένοντο και οι ταύροι, όσους είχον τάξει ιδιώται. Τα αρνία και τα πρόβατα, αφού ηυλογούντο υπό του ιερέως, ωδηγούντο εις τας οικίας, όπου και εσφάζοντο. Μετά την πρόσδεσιν του ιερού θύματος διελύοντο.
Την εσπέραν της αυτή ημέρας το πλήθος συνεκεντρώνετο προ της οικίας του αρχιαναστενάρη. Αφού δε έπινον αρκετά, εξεκίνουν εν πομπή, προπορευομένης της μουσικής, και ήρχοντο εις τον ναόν. Εις τούτον εισήρχοντο μόνον τα αναστενάρια, ο δε αρχιαναστενάρης τρις γονατίσας προ των εικόνων του Χριστού και της Παναγίας, και των χορευουσών του αγίου Κωνσταντίνου εικόνων, ελάμβανεν ανά μίαν εκ των τελευταίων τούτων και παρέδιδεν εις έκαστον των αναστεναρίων, κρατών την τελευταίαν δι’ εαυτόν.
Μετά τούτο εξήρχοντο του ναού και διευθύνοντο εν πομπή εις την πλατείαν, όπου ο σωρός την ξύλων, όστις προηγουμένως αναφθείς είχεν ήδη αποτελέσει πυράν και ανθρακιάν. Το πυρ της πυράς ταύτης θεωρείται ιερόν και δια τούτο απαγορεύεται να ανάπτωσιν εξ αυτών τας καπνοσύραγγάς των. Εκεί παρά την πυράν ήρχιζε τον χορόν ο αρχιαναστενάρης, ηκολούθουν δε τα άλλα αναστενάρια, ενώ πέριξ αυτών ο λαός έστηνε άλλον χορόν. Κατά τον χορόν τούτον επανελαμβάνοντο όσα και εις τον ανωτέρω περιγραφέντα, με την προσθήκην ότι, όταν εκορυφώνετο ο ενθουσιασμός, τα αναστενάρια επήδων γυμνόποδα όπως ήσαν επί της ανθρακιάς και εχόρευον επί τινα λεπτά επ’ αυτής, χωρίς να δείξουν ουδέ το ελάχιστον σημείον πόνου εξ εγκαύματος.
Αφού δε ούτως αρκετά εχόρευον, διηυθύνοντο εν πομπή εις τας οικίας των χωρικών, αίτινες ήσαν πάσαι ανοικταί. Οι οικοδεσπόται εδέχοντο μετά χαράς τα αναστενάρια και παρέθετον εις αυτά τράπεζαν. Έως ότου δε παρατεθεί αύτη, τα αναστενάρια εχόρευον τον χορόν των. Κατά τας ευωχίας ταύτας άφθονος έρρεεν ο οίνος ή το οινόπνευμα, ουχί δε σπανίως και εις άλλα όργια ακόλαστα εξετρέποντο, ενώ κατά πάντα τον άλλον χρόνον και τα αναστενάρια και οι χωρικοί ήσαν εγκρατέστατοι και ηθικώτατοι.
(Του αντιγράφοντος: ακόμα κι ένας Κυριακίδη δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την χριστιανική ανωμαλία της ηθικής κρίσης ενός δρώμενου με ιστορία αιώνων. Επί πλέον η αναφορά του αυτή είναι εντελώς αόριστη και άρα περιφρονητέα. Μας είναι πολύ δύσκολο να θεωρήσουμε πιθανόν ότι άνθρωποι που κρατούσαν εικόνες αγίων θα μπορούσαν να προβούν σε «ακόλαστα όργια»).
Αφού δε κατ’ αυτόν τον τρόπον περιήρχοντο τας οικίας του χωρίου, επέστρεφον εις την πυράν, όπου χορεύοντα μέχρι κορυφώσεως του οργιασμού, ετρέποντο προς τα έξω του χωρίου, κατευθυνόμενα προς το γειτονικόν, ακολουθούντως του πλήθους μετά της μουσικής και τινών οπλοφόρων. Οι κάτοικοι τούτου εξήρχοντο τότε εις προϋπάντησιν των αναστεναρίων μετά φανών και λαμπάδων, έχοντες επί κεφαλής τα ιδικά των αναστενάρια με τας εικόνας των. Αφού δε ησπάζοντο αλλήλους εισήρχοντο εις το χωρίον και εφιλιξενούντο εις τας οικίας των χωρικών, όπου χορεύσαντες και ευχηθέντες επέστρεφον εις τα ίδια προπεμπόμενοι υπό των χωρικών.
Η νυχτερινή αυτή επίσκεψις εχαρακτηρίζετο ως επίσκεψις του αγίου προς τον εν τω γειτονικώ χωρίω αδελφόν του. ενίοτε νέοι του χωρίου προσεπάθουν να ανακόψουν τον δρόμον των αναστεναρίων προς το γειτονικό χωρίον, δια να μη φύγει ο άγιος εκ του χωρίου των, αλλά σπανίως το κατώρθωναν.
Την επαύριον, εορτήν του αγίου, μετά την απόλυσιν της εκκλησίας, ο ιερεύς μετέβαινε εις το αγίασμα του χωρίου, όπου έψαλλεν αγιασμόν, παρισταμένου του αρχιαναστενάρη, κρατούντος την εικόνα του αγίου, την οποίαν μετά το τέλος του αγιασμού επανέφερεν εις τον ναόν. Κατόπιν ο ιερεύς ηυλόγει όλα τα θύματα, τα όπισθεν του ιερού δεδεμένα, ο δε αρχιαναστενάρης δια πελέκεως εθυσίαζε τον ταύρον, προσέχων ώστε το αίμα να ρεύσει εις τα θεμέλια του ναού. Κατόπιν δια μαχαίρας εξέδερε και εταμάχιζε τον ταύρον, τα δε κρέατα μετά πλατέως λωρίου εκ του δέρματος, όσον ήτο αρκετόν δι’ εν τσαρούχι, διενέμοντο ωμά εις τας οικίας του χωρίου. Αν η ποσότης δεν επήρκει, οι μη λαβόντες ελάμβανον κατά το επόμενον έτος.
Ο πέλεκυς και η μάχαιρα, τα οποία εχρησιμοποίει ο αρχιαναστενάρης, εθεωρούντο ιερά. Κατά την ημέραν ταύτην τα αναστενάρια ησύχαζον, ενώ οι χωρικοί έσφαζον τα πρόβατά των και ευωχούντο, άλλοι μεν εντός του χωρίου, άλλοι δε εις το αγίασμα.
Την επιούσαν νύκτα επανελαμβάνετο ο χορός και τα όργια περί την πυράν, καθώς και αι νυκτεριναί εκδρομαί και επισκέψεις, διήρκουν σε ταύτα άνευ διακοπής επί ολόκληρον οκταήμερον. Καθ’ όλην την διάρκειαν της εορτής προ της θύρας εκάστου αναστεναρίου εκρέματο φανός ως δείγμα της ιεράς ιδιότητος του οικοδεσπότου.
Κατά το τέλος της πανηγύρεως τα αναστενάρια περιήρχοντο εν πομπή και χορώ το χωρίον, εσταύρωνον τας τέσσερας αυτού οδούς δια των εικόνων και έπειτα επέστρεφον εις την οικίαν του αρχιαναστενάρη. Αφού δε και εκεί εσυμποσίαζον, εν πομπή πάλιν έφερον και απέθετον τας εικόνας εις τον ναόν και ούτως έληγε η πανήγυρις.
Σημειωτέον ότι εις τας τελετάς ταύτας απεφεύγετο η παρουσία ξένων, δια τούτο και απεμακρύνοντο οι οι μη εντόπιοι ιερείς. Αν δε τις παριστάμενος ετόλμα να περιγελάση τι των τελουμένων διέτρεχε τον κίνδυνον να φονευθεί. Ως δε κατά την εν Τρίπορι τελετήν, ούτω και κατά τους περί την πυράν χορούς, πολλοί τέως βέβηλοι, θεόληπτοι εγίνοντο, «τους έπιανε ή τους εγκαλούσε ο άγιος ως καθαρούς», και ανεδεικνύοντο υποψήφια αναστενάρια.
Τα αναστενάρια απετέλουν ιδίαν αδελφότητα, ίδιον θίασον, του οποίου αρχηγός ήτο ο αρχιαναστενάρης, εκλεγόμενος εκ των αναστεναρίων του Κωστή, εξ διαδοχής του εκάστοτε πρεσβυτέρου ή ικανωτέρου. Δια να γίνει δε τις δεκτός εις τον θίασον αυτόν, ου μόνον έπρεπε πρότερον να τον έχει πιάσει ο άγιος, αλλά και να εγκριθή υπό του αρχιαναστενάρη και να είναι αρεστός εις τους λοιπούς θασιώτας.
Διήγον βίον αυστηρόν και εθεωρούντο σεβαστά εις τους χωρικούς. Ως επί το πλείστον ήσαν αγράμματα, εις δε την εκκλησίαν μόνον κατά την εορτήν του αγίου Κωνσταντίνου και των Φώτων, ότε εψάλλετο ο μέγας αγιασμός, προσήρχοντο καθώς και οι χωρικοί, οι αποδεχόμενοι και παρακολουθούντες τα όργια των αναστεναρίων, ούτως ώστε συνέβαινε πολλάκις η εκκλησία να είναι κενή. Και κατά τας εορτάς των Χριστουγέννων εγειρόμενοι πρωί έτρωγον απλώς το χριστόψωμο και κατόπιν ευωχούντο χωρία να πλησιάζουν εις την εκκλησίαν.
Ουδέν εκ των αναστεναρίων εξωμολογείτο, σπανιώτατα δε μετελάμβανον. Οσάκις δε ησθάνοντο την ανάγκην της εξωμολογήσεως, απεσύροντο εις το δάσος και χαράσσοντες σταυρόν επί μεγάλου δένδρου, ενώπιον αυτού εξωμολογούντο τας αμαρτίας των. Αντί της εκκλησίας εσύχναζον εις τα κονάκια των παππούδων, περί ων ανωτέρω είπομεν, όπου εφυλάττοντο και αι διάφοραι των λάτρεων προσφοραί και ιδία εις το κονάκι του αρχιαναστενάρη. Περί του πλούτου τούτου δε πολλά εμυθεύοντο. Αι προσφοραί απετέλουν περιουσίαν του θιάσου, εξ αυτών δε μόνον ο αρχιαναστενάρης και τα αναστενάρια ηδύναντο να χρησιμοποιήσουν προς ιδίαν χρήσιν.
Εκτός του χορού και των οργίων και των λοιπών, όσα αναφέραμεν, τα αναστενάρια και άλλα έργα επετέλουν, έργα ιερέως, ιατρού, μάντεως και χρησμοδότου. Ούτως εξωμολόγουν τους προσερχομένους και άφηνον τας αμαρτίας αντί θυσιών εις τον άγιον, εχρησμοδότουν περί της εκβάσεως υποθέσεων ή ασθενειών, απεκάλυπτον κλέπτας και ηρμήνευον όνειρα, προσκαλούμενοι δε εις ασθενείς εστάυρωνον αυτούς δια της εικόνος και χορεύοντες ηρώτων αυτήν αν ο πάσχων θα ιαθή ή όχι. Επειδή δε οι χρησμοί αυτών ήσαν συνήθως ασαφείς και λοξοί, δια τούτο και η αλήθεια αυτών εθεωρείτο υπό των χωρικών αναμφισβήτητος εν οιαδήποτε εκβάσει.
Εν καιρώ επιζωοτίας ή άλλης επιδημίας, ήτις συνήθως απεδίδετο εις βρυκόλακα, τον οποίον εδώ ωνόμαζον σμερδάκι ή γούστρελον, τα αναστενάρια εξήρχοντο εν πομπή και χορώ και τας εικόνας κρατούντα κατεδίωκον δήθεν τον βρυκόλακα και επυροβόλουν αυτόν, ισχυριζόμενα ότι τον βλέπουν εν είδει ασκού πλήρους αίματος. έπειτα εσταύρωνον τας τέσσαρας γωνίας του χωρίου δια να εμποδίσουν την είσοδο του κακού. Προς περισσοτέραν δε ασφάλειαν εις τας τέσσαρας πλευράς του χωρίου υπήρχον παραπήγματα, αφιερωμένα εις τους παπούδες, εις τα οποία κατά τας εορτάς απετίθεντο αι εικόνες τούτων προς προσκύνησιν.
Τέλος και εις τας θεμελιώσεις των οικιών εκαλούντο, κατά τας οποίας ο μεν αρχιτέκτων έσφαζε μέλαν πρόβατον εις το μέσον του οικοπέδου, τα δε αναστενάρια ήναπτον ανά μίαν λαμπάδα εις τας τέσσαρας γωνίας της οικίας και εθυμίων τους παρισταμένους. Έπειτα ο αρχιαναστενάρης έθαπτε την κεφαλήν του θύματος εκεί, όπου είχε ρεύσει τι αίμα, κατόπιν δε ήρχιζεν ο χορός, όστις διήρκει μέχρι της παραθέσεως του γεύματος. Μετά τούτο ευχηθέντες απήρχοντο. Εις όλας ταύτας τας περιστάσεις τα αναστενάρια εφιλοδωρούντο συνήθως μεν δια θυσιών προς τον άγιον, αλλά και δι’ άλλων διαφόρων προσφορών.
Η πίστις των γυναικών εις τα όργια και τας τελετάς των αναστεναρίων και την αποτελεσματικότητα αυτών δια την εξασφάλισιν της ευημερίας του χωριού και απέναντι παντός καλού ήτο απόλυτος, επίστευον δε ότι πάσα παραμέλησις αυτών ήθελεν επιρεάσει και την υγείαν του τόπου και την ευφορίαν της γης και την ευκρασίαν του καιρού και των ποιμνίων την ευδοκίμησιν. Δια τούτο και παρά πάσας τας νουθεσίας και τους διωγμούς των αρχιερέων έμενον πάντοτε πιστοί εις την τήρησιν των αρχαίων αυτών εθίμων.
Ότε δε ποτε ηναγκάσθησαν υπό της επιτοπίου αρχής, τη επεμβάσει των αρχιερέων, να απόσχωσι των οργίων, ισχυρίζοντο ότι επήλθεν εις την χώραν αυτών φοβερά δυστυχία. Όθεν και μόλις εύρον ευκαιρίαν επανέλαβον τας τελετάς.
Εν τούτοις ακούονται και ανέκδοτα τινά, μαρτυρούντα ότι και μεταξύ των αναστεναρίων δεν έλειπον οι απατεώνες, αλλά και μεταξύ των χωρικών οι νηφαλιώτεροι και δύσπιστοι.
Των αναστεναρίων τούτων και των λατρευτικών των οργίων δεν είναι άγνωστα και παλαιότερα ίχνη. Ήδη ο Νικήτας ο Χωνιάτης ομιλών περί της κατά τα τέλη του ΙΒ΄ αιώνος επαναστάσεως των Βουλγάρων Πέτρου και Ασάν επί της βασιλείας του Ισαακίου, αναφέρει δαομονόπληκτους τινάς χρησμοδότας, οίτινες φέρουσιν όλα τα χαρακτηριστικά των σημερινών αναστεναρίων.
Κατά τας ειδήσεις του Χωνιάτου, ο Πέτρος και ο Ασάν θέλοντες να κινήσωσι τα διστάζοντα πλήθη των Βουλγάρων εις αποστασίαν από των Βυζαντινών έκτισαν πρώτον ναόν επ’ ονόματι του αγίου Δημητρίου, εις δε τον ναόν τούτον συγκεντρώσαντες «πολλούς των δαομονοπλήκτων εξ εκατέρου γένους, αιμωπούς και διαστρόφους τας κόρας, λυσιχαίτας, και τ’ άλλα ακριβώς διασώζοντας, οπόσα οι τοις δαίμοσι κάτοχοι διαπράττονται» υπέβαλον εις αυτούς να είπουν ότι ο άγιος Δημήτριος εγκαταλιπών την Θεσσαλονίκην εγκαταστάθη εις τον νέον ναόν και ηυδόκησε να ελευθερώση το έθνος των Βουλγάρων και των Βλάχων.
Και εξακολουθεί ο Χωνιάτης περιγράφων τον τρόπον, καθ’ ον εχρησμοδότησαν οι δαιμονόπληκτοι ούτοι: «ανακωχευόμενοι δε προς βραχύ οι παράφοροι ούτοι, και αίφνης το πνεύμα πλείον συλλέγοντες, επιληπτευόμενοι αύθις διεσοβούντο και εβόων ενθεαστικόν και διάτορον μη είναι το από τούδε έδρας ακμήν, αλλ’ όπλα μετά χείρας λαβείν και Ρωμαίοις ομόσε χωρείν… υπό θεοπρόπων ουν τοιούτων όλον το γένος εξομιληθέντες των όπλων άπαντες γίνονται».
Χαρακτηριστικά επίσης είναι όσα παρέχει ο δημώδης κώδιξ, όστις μας διασώζει και την δημώδη ονομασίαν των δαιμονόπληκτων τούτων, ψυχάρια. «Και εν αυτώ πολλούς δαιμονοπλήκτους άτινα και ψυχάρια ονομάζουσι, περισυνάξαντες από διαφόρων γενών, και ετέρους αναξομαλίους και κουτρουλούς κωραγίους, πράττοντας όσα και οι δαιμονικοί ποιούσι, τύπτοντες εαυτούς μετά σιδήρων». Και αυτά μεν οι κώδικες του Χωνιάτου.
Εξήκοντα δε ή εβδομήκοντα έτη μετά ταύτα η ανωνύμου Σύνοψις χρονική, ην εξέδοκεν ο Σάθας (Μεσαιωνική βιβλιοθήκη τ. Ζ΄ σ. 371), περί των αυτών γεγονότων ομιλούσα, ασθενάρια αυτούς αποκαλεί, πιθανώς, εκ παραφθοράς του ονόματος αναστενάρια. Είναι λοιπόν πρόδηλον ότι πρόκειται περί των σημερινών αναστεναρίων, των οποίων κατά μεν τον ΙΒ΄ αιώνα έχομεν το όνομα ψυχάρια, κατά δε τον ΙΓ΄ το όνομα ασθενάρια ήτοι αναστενάρια.
Εκτός των ανωτέρω ο συνάδελφος Ι. Παπαδόπουλος επέστησε την προσοχή μου επί ανεκδότου κειμένου Θεοδώρου του Δούκα του Λάσκαρι (κωμωδία εις τον βαγιούλον αυτού, κάκιστον και χείριστον όντα. Paris. Supl. Grec. 472 f. 102 v – 102 r), όπου γίνεται υπαινιγμός περί του Αίμου ως πηγής μαγγανειών. «Εμαίνετο, μεν ουν, λέγει ο Θεόδωρος δια τον παιδαγωγόν του, εκείνος ορών με φιλοσοφούντα και εξήπτεν την φαρμακείαν. οίμαι γαρ πάλαι και μαγγανείας εγίγνωσκεν τω των βουλγαρικών ορίων προ καιρού παρατρίψας βουνώ, Αίμω τούνομα, ω διαπράττονται εκείνων τα θρακικά, και επωδαίς εκείθεν καταμιανθείς, ην όλως δαιμονικός, ώστε και την πολιάν βαθέως κατέβαπτεν. κόπρον γαρ διαφόρων ζώων κατακιρνών και αλείφων αυτήν ετεχνάζετο τη βαφή την νεότητα».
Εν τούτοις δεν είναι αδύνατον ο υπαινιγμός να αφορά εις τους κατά τον ΙΒ΄ αιώνα αναφανέντας παρά τοις Βουλγάροις και εν βορείω Θράκη εν γένει Ευχίτας, τους προδρόμους των Βογομίλων, περί των οποίων ομιλεί και ο Ψελλός εις το «Περί ενεργείας δαομόνων» έργον του και εις τους οποίους απεδίδοντο επίσης μαγικαί ιδιότητες.
Εκ των ανωτέρω χωρίων και ιδίως του Χωνιάτου και της Συνόψεως προκύπτει ότι τα αναστενάρια πράγματι ήσαν γνωστά κατά τα τέλη του ΙΒ΄ αιώνος και ότι ταύτα εξετείνοντο ευρύτερον της σημερινής περιοχής και εις τας πέραν του Αίμου χώρας, αφού εκεί εκήρυξεν ο Πέτρος την επανάστασιν και κατόπιν διέβη τον Αίμον προς λεηλασίαν των νοτίως αυτού βυζαντινών επαρχιών (Σύνοψις ένθ. αν.), «Και ως ευημερήθησαν τούτοις τα της αποστασίας, μικρόν ηγησάμενοι την εαυτών ελευθερίαν, και κατά των έξω του Αίμου χωρών επέρχονται, δηούντες ταύτας και αφανίζοντες… εάσαντες ταύτην (την Πρεσθλάβαν) κατά των έξω του Αίμου ρωμαϊκών κτημάτων επιστρατεύουσι, και πολλά σώματα Ρωμαίων και βόας και υποζύγια, και των άλλων βοσκημάτων πλήθος ουκ ελάχιστον διαρπάζουσιν».
Εκτός όμως των ανωτέρω χωρίων ο Πολίτης είχεν υπ’ όψιν του και άλλα κείμενα, και νεώτερα του ΙΒ΄ αιώνος. Ποία ήσαν τα κείμενα ταύτα δεν γνωρίζω. Ο πρώτος πραγματευθείς αναστεναρίων Χουρμουζιάδης, του οποίου και η περιγραφή παραμένει μέχρι σήμερον ως η μόνη αξιόλογος πηγή περί αυτών, σημειώνει τα του Κυρίλλου του Αλεξανδρείας λεγόμενα περί των εθνικών ιερέων, οίτινες κατά τινας καταγελάστους πανηγύρεις λαμβάνοντες τα αγάλματα των θεών περιήρχοντο εις τας πλατείας «κατασειόμενοί τε και οίον μεθύσκοντες, ως αχθοφορούντες άγαν», προσθέτει δε εις αυτάς και τας παρατηρήσεις του συγγραφέως του Ταμείου της Ορθοδοξίας (Θεοφίλου του Καμπανίας του ΙΗ΄ αιώνος;), αίτινες προδήλως αναφέρονται εις συνηθείας παρομοίας προς τας των αναστεναρίων.
Ούτως εν τω ΝΣΤ΄ κεφαλαίω τω επιγραφωμένω «ότι ου δια των εικόνων ενεργεί ο Σατανάς…» ο συγγραφεύς του ταμείου θεωρεί ως ουχί θεμιτόν να φέρουν οι λαϊκοί επί των ώμων εικόνας και να τρέχουν και να περιέρχονται με αυτάς και προσθέτει: «όθεν με το να καταφρονώνται αι εικόνες από τους ιερείς και άλλους, παραδιδόμεναι εις χείρας αμαρτωλών και μεθύσων ανθρώπων, ο θεός παραχωρεί και ο Σατανάς ενεργεί τα όσα πολλοί είδον και μεθ’ όρκου βεβαιούσι να γίνωνται, εν δυσβάτοις όρεσι και φάραγξι τους βαστάζοντας τας εικόνας μετατοπίζων, έκφρονας και επτοημένους αποτελών, και πολάκις πετομένους περιφέρων εν ιδρώτι πολλώ δια το άχθος της θαυματουργούσης δήθεν εικόνος».
Ασαφείς δε τινάς και αορίστους πληροφορίας παρέχει και ο Cousineri περί των Ροδόπη οικούντων, εις ους αποδίδει οργιαστικήν τινα διονυσιακήν λατρείαν, αλλ’ αυται υπαινίσσονται μεν οργιασμόν τινα ανάλογον πρός τον των αναστεναρίων, βεβαίως όμως δεν αναφέρονται εις τα αναστενάρια.
Όσα μέχρι τούδε ιστορικά περί των αναστεναρίων γνωρίζομεν, δεν είναι δυστυχώς αρκετά, ώστε να μας αποκαλύψουν την ιστορικήν αρχήν των, αν δηλονότι κατά τον Μεσαίωνα ανεπτύχθησαν εν τη Βορείω Θράκη, όπου ποικίλα έθνη και ποικίλαι θρησκευτικαί αιρέσεις διεσταυρώθησαν, ή αν είναι παλαιά προχριστιανική κληρονομία. Ασχέτως όμως προς την απόδειξιν της ιστορικής συνεχείας, πράγματι, καθώς ήδη παρετηρήθη υπό του Χουρμουζιάδου, είναι αξία σημειώσεως η ομοιότης των οργιαστικών τελετών των αναστεναρίων προς τα όργια της εκ Θράκης εις την Ελλάδα διαδοθείσης οργιαστικής του Διονύσου λατρείας.
Τα θρακικά ταύτα όργια, κατά την επιτυχή περιγραφή του Rohde ετελούντο εις τα όροι εν καιρώ σκοτεινής νυκτός και υπό το ασταθές φως των δάδων θορυβώδης μουσική αντήχει, ο ταραχώδης ήχος χαλκίνων κυμβάλων, η υπόκωφος βροντή μεγάλων τυμπάνων και η «μανίας επαγωγός ομοκλά», κατά τον Αισχύλον, βαθυήχων αυλών. Υπό της αγρίας ταύτης μουσικής, του οίνου και μεθυστικών ενίοτε καπνών καννάβεως διεγειρόμενοι οι θιασώτες εχόρευον εκβάλλοντες αγρίας ιαχάς. Περί ασμάτων ουδείς λόγος. Του χορού η έντασις δεν άφηνε την απαιτουμένην προς τούτο πνοήν. Διότι ο χορός αυτός δεν είχε τίποτε το ομοιάζον προς το έρρυθμον βήμα των ομηρικών Ελλήνων, χορευόντων τον παιάνα.
Ο θίασος των οργιαστών έτρεχεν εις τα όρη χορεύων μανιακόν και δινούμενος και κλονιζόμενος και ενθουσιών. Ούτω δε έξαλλος επέπιπτεν επί του ιερού ταύρου, τον οποίον ζώντα κατεκερμάτιζε και ωμά τα κρέατα κατέπινε. Σκοπός δε του οργιασμού τούτου ήτο ο ενθουσιασμός, η ένωσις τουτέστι του ανθρώπου προς τον θεόν ή ενσάρκωσις του θεού εις τον άνθρωπον δια της εκστάσεως, την οποία επετύγχανον δια του χορού, της μουσικής, του οίνου και των μεθυστικών καπνών.
Η ομοιότης των τελετών των αναστεναρίων προς τα διονυσιακά ταύτα όργια είναι καταφανής. Πρέπει δε να προστεθή ότι και εις τους αρχαίους Θράκας απεδίδοντο μαντικαί και άλλαι ιδιότητες εις τον Διόνυσον, καθώς σήμερον εις τα αναστενάρια.
Τοιούτου είδους οργιαστικαί τελεταί δεν περιορίζονται μόνον εις την Θράκην. Ανάλογος προς αυτάς κατά την αρχαιότητα ήτο η φρυγική λατρεία του Άττιδος και της Κυβέλης, κατά δε τους νεοτέρους χρόνους πλείσται τοιαύται παρετηρήθησαν κατά φύσιν ή και προηγμένους οπωσούν λαούς. Αι τελεταί αύται ως επί το πλείστον τελούνται υπό των μάγων ή των ιατρών της φυλής, των οποίων παράδειγμα πολύ γνωστόν είναι οι Schaman των λαών της Σιβηρίας.
Όμοιοι προς αυτούς εν τη Βαλκανική είναι οι Ρουσαλτζήδες των Βουλγάρων, οι οποίοι περιερχόμενοι τα χωρία δια χορών μανιακών και εξάλλων θεραπεύουσι πάσαν ασθένειαν. Κάτι δε παρόμοιο προς τα αναστενάρια απετέλουν προ ολίγων ετών, ίσως δε και αποτελούν ακόμη, εν Ρωσία οι αιρετικοί Christi, οι οποίοι ενόμιζον ότι δια του χορού και της εκστάσεως κατώρθωναν να ενσωματώσουν οι μεν άνδρες τον Χριστόν, αι δε γυναίκες την παρθένον Μαρία.
Συμφώνως προς τα ανωτέρω τα σημερινά αναστενάρια, είτε είναι λείψανον μεσαιωνικής αιρέσεως, είτε, πιθανώτερον είναι εκχριστιανισμένον λείψανον της οργιαστικής θρακικής λατρείας του Διονύσου, ήτις ακριβώς ως κοιτίδα αυτής είχε τον Αίμον, ανήκουν εις την μεγάλην τάξιν των οργιαστικών λατρειών, αίτινες πάσαι, αρχαίαι και νεώτεραι, σκοπόν έχουν δια της εκστάσεως να αφομοιώσουν τον άνθρωπον προς το θείον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ. Κυρία πηγή: Α. Χουρμουζιάδου, Περί των αναστεναρίων και άλλων τινών παραδόξων εθίμων και προλήψεων. Ν. Βέη. Τα αναστενάρια κατά τους μέσους αιώνας εν Βυζαντίδι Α΄ σ. 48-50 και τας παρατηρήσεις του Πολίτου εν Λαογραφία Α΄ σ. 343 κ. ε. Δια την οργιαστικήν λατρείαν του Διονύσου κυρίως Rohde, Psyche σ. 5 κ. εξ Otto Kern, Die Religion der Oriechen 1 σ. 226. Nilsson, Gr. Feste σ. 258 κ. ε.
athriskos.gr .-
visaltis.net/2014/01/blog-post_14.html
©www.visaltis.net - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
Σχόλια