μεγάλους τεχνίτες της εποχής: τον αγγειοπλάστη Ευξίθεο και τον αγγειογράφο Ευφρόνιο.
Σ' αυτούς, λοιπόν, παρήγγειλε ένα μεγάλο κρατήρα, το σκεύος που χρησιμοποιούσαν στα συμπόσια για να γίνεται η μείξη του οίνου με το νερό, ένα κρατήρα χωρητικότητας σαράντα πέντε λίτρων. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν έκανε παραγγελία το θέμα της εικονογράφησης, το σίγουρο όμως είναι ότι εκείνος ζήτησε να χαράξουν σ' αυτό τον νταλκά του: «Λέαγρος καλός». Ο ωραίος Λέαγρος, ένα πρόσωπο τόσο οικείο και τόσο άγνωστο στους μελετητές του αττικού εργαστηρίου της αρχαίας ελληνικής κεραμικής, ένα πρόσωπο που στην αρχαία Αθήνα των μέσων του 6ου αι. ενέπνεε μεγάλους έρωτες, αν κρίνουμε από το πλήθος των αναφορών σ' αυτόν, με τη μορφή επιγραφών όλως τυχαίως όλες σε αγγεία του ποτού.
Πόσοι και πόσοι ήπιαν κρασί στην υγειά του ωραίου Λέαγρου! Πόσοι και πόσοι ζήτησαν από τους ζωγράφους της εποχής να δημιουργήσουν έργα μόνο και μόνο για να δηλώσουν σε μια γωνιά τους το πάθος τους γι' αυτόν, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που γράφουμε το όνομα αγαπημένου προσώπου στη γωνιά του τετραδίου, το χαράσσουμε θλιμμένα στο παγκάκι, βάφουμε με αυτό εν εξάλλω καταστάσει το λευκό τοίχο της γειτονιάς το βράδυ που ήπιαμε λίγο παραπάνω κρασάκι. Αν και είναι θέμα για άλλο ποστ, είμαι πλέον σίγουρη πως τελικά δεν πίνουμε για να ξεχάσουμε, αλλά για να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να θυμηθεί. Τέλος πάντων.
Τόσο ο Ευξίθεος όσο και ο Ευφρόνιος που φιλοτέχνησαν το μεγάλο αυτό κρατήρα, κατάλαβαν ότι είχαν δημιουργήσει ένα αριστούργημα, γι' αυτό και φρόντισαν να βάλουν φαρδιά-πλατιά την τζίφρα τους σ' αυτό! Ο ζωγράφος Ευφρόνιος πρέπει να ήταν από αυτές τις λαμπερές, bigger than life προσωπικότητες που είχε απόλυτη επίγνωση του ταλέντου του και του αντίκτυπου που είχε η τέχνη του στην πρόσληψη της πραγματικότητας. Να ομολογήσω ότι τον φαντάζομαι εξαντρίκ και φανταιζί. Ψηλό, με αργό και θεατρικό περπάτημα, με μονίμως λερωμένα από το χρωστήρα χέρια.
(Βρέθηκε τον Δεκέμβριο του 1971 από αρχαιοκάπηλους σε Ετρουσκικό τάφο στο Greppe Sant'Angelo κοντά στο Τσερβετέρι, και το αγόρασε το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη από τον Ρόμπερτ Χέχτ, έμπορο αρχαιοτήτων, τον Νοέμβριο του 1972 έναντι 1,2 εκατομμυρίων δολλαρίων. Το 2008 επεστράφη στην Ιταλία κατόπιν δικαστικής απόφασης. Σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Ετρουσκικό Μουσείο στην Έπαυλη Τζούλια στη Ρώμη.)
Όπως έχει επισημάνει και ο τρισμέγιστος (Ιταλός αρχαιολόγος) Μπέσκι: «Απ' όλες τις πηγές που μας λένε τι ήταν οι Έλληνες της αρχαιότητας, τα έργα του Ευφρονίου είναι μια από τις πιο δροσερές, τις πιο ανεξάντλητες, τις πιο μεθυστικές!», αφού στα αγγεία του διέσωσε τις πολύτιμες εκείνες λεπτομέρειες που μας δίνουν μια πλήρη εικόνα για τα συμπόσια και για την κατανάλωση του οίνου κατά την αρχαιότητα! Αν και σ' ορισμένες περιπτώσεις οι περιγραφές των συμποσίων έχουν καταγραφεί λεπτομερώς στα κείμενα, είναι οι αγγειογραφίες αυτές που μας παρέδωσαν ένα πλούτο πληροφοριών για τα αρχαία συμπόσια.
Ο κρατήρας ερχόταν γεμάτος με νερό στην ποσότητα που ο αρχισυμποσιαστής είχε ορίσει και η ανάμειξη με τον οίνο θα γινόταν από τον ίδιο μπροστά στα μάτια των συμποσιαστών. Ο κρατήρας θα ξαναγέμιζε όσες φορές θα ήθελε η παρέα του συμποσίου και κατά τους θερμούς μήνες θα τοποθετούνταν μέσα στον ψυκτήρα με τον πολύτιμο πάγο που ερχόταν τυλιγμένος σε λινάτσες από τα βουνά και ήταν διαθέσιμος μόνο στους πλούσιους. Η συνήθεια της μείξης του οίνου με νερό είναι πολύ παλιά. Ήδη ο Όμηρος την καταγράφει στα έπη του. Η αιτία αυτής της συνήθειας παραμένει άγνωστη.
Η οινολόγος Σταυρούλα Κουράκου έχει διατυπώσει τη θεωρία ότι η μείξη οίνου με νερό γινόταν για να επιτευχθεί η αντισηψία του δεύτερου χάρη στην αλκοόλη που περιείχε το πρώτο! Τολμηρή θεωρία και εξόχως γοητευτική και έχει και βάση καθώς πάλι στον Όμηρο διαβάζουμε περιγραφές περίθαλψης των τραυματιών, όπου τα τραύματα πρώτα καθαρίζονταν με οίνο και στη συνέχεια αλείφονταν με λάδι για να κλείσουν.
Επιστρέφουμε στον κόσμο των καλλιτεχνών και των εραστών, δυο ομάδων που τις ένωνε το κρασί - και συγκεκριμένα σε αυτό το αγγείο του ποτού που κοσμήθηκε μ' ένα θάνατο, μ' ένα σπάνιο θέμα παρμένο από την Ιλιάδα, το «Θάνατο του Σαρπηδόνα». Παρατηρούμε τις μορφές, τον τρόπο που αποτυπώνονται τα συναισθήματα σ' αυτές και το όνομά τους, που δηλώνεται σαφώς πάνω απ' όλες, όπως δηλώνεται ευθαρσώς το πάθος του ιδιοκτήτη του αγγείου για τον ωραίο Λέαγρο. «Λέαγρος καλός».
Κι αν ο ιδιοκτήτης του αγγείου χρειαζόταν σαράντα πέντε λίτρα κρασί για να ξεχάσει ή να θυμηθεί τον Λέαγρο, χιλιετίες μετά το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης χρειάστηκε ένα εκατομμύριο δολάρια, εν έτει 1972 παρακαλώ, για να το αποκτήσει. Η ιστορία αυτού του αγγείου από το εργαστήριο του Ευφρονίου, στα χέρια των αρχαιοκάπηλων και στη συνέχεια των ιταλικών διωκτικών Αρχών μέχρι τις προθήκες των μουσείων, θα μπορούσε να γίνει σενάριο της πιο απίθανης ταινίας.
Από το πάθος για την απόκτηση ενός ανθρώπου στο πάθος για την απόκτηση ενός υπέροχου αντικειμένου που είναι έργο τέχνης για τους παθιασμένους συλλέκτες, ενώ για το λαό που το διεκδίκησε μνημείο. Κι όλα αυτά μαριναρισμένα στο κρασί. Για την ακρίβεια, μαριναρισμένα μέσα στα σαράντα πέντε λίτρα που χωράει ένας τέτοιος κρατήρας, ένας κρατήρας μεστός πάθους και ευφροσύνης...
Bίβιαν Ευθυμιοπούλου -www.lifo.gr
Σχόλια