Η μυθική Υπερβόρεια
Κάπως έτσι ήταν οι μύθοι με τους οποίους ανατράφηκαν αμέτρητες γενεές αρχαίων Ελλήνων: Η «Γη της Επαγγελίας» για τον ελληνικό πολιτισμό βρισκόταν κάπου στον μακρινό Βορρά, πέρα από τις περιοχές από τις οποίες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τους έρχονταν οι ψυχροί άνεμοι τον χειμώνα και ήταν ένας τόπος όπου οι άνθρωποι ζούσαν σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους και με τη φύση, απρόσβλητοι από το γήρας ή τις ασθένειες. Επρόκειτο για τη χώρα όπου ο Απόλλωνας περνούσε τους ψυχρούς χειμερινούς μήνες, απολαμβάνοντας τη λατρεία των σοφών κατοίκων της.
Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν την τιμή να επισκεφτούν την Υπερβόρεια, ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τα ονόματα του Περσέα (καθοδηγούμενος από την Αθηνά) και του Ηρακλή (εκεί βρίσκονταν τα Μήλα των Εσπερίδων).
Στη σωζώμενη αρχαιοελληνική βιβλιογραφία συναντάει κανείς πλήθος αναφορών στη θρυλική χώρα, ο «απόηχος» των οποίων είναι αισθητός και στους συγγραφείς των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, χωρίς όμως ποτέ οι αναφορές αυτές να γίνονται συγκεκριμένες, ενώ δεν λείπουν και οι αντιφάσεις (κυρίως όσον αφορά στην ακριβή της τοπο θεσία). Το γεγονός αυτό ώθησε τους περισσότερους μεταγενέστερους αναλυτές στην εκτίμηση ότι επρόκειτο περισσότερο για μια ουτοπική, ιδανική κοινωνία, ένα κοινωνικό «παράδειγμα προς μίμηση» για τους Έλληνες, παρά για έναν υπαρκτό τόπο, τον οποίο θα μπορούσε κάποιος να ανακαλύψει και να επισκεφθεί.
Ωστόσο, στις συγκεκριμένες προφορικές παραδόσεις που συνοψίζει στο έργο του, βρίσκουμε και την αναφορά των Δηλίων ότι οι Υπερβόρειοι έστελναν κατά το παρελθόν τους πρώτους τους καρπούς στο ιερό νησί του Απόλλωνα, με τη συνοδεία πομπής δύο νεαρών παρθένων, της Υπέροχης και της Λαοδίκης, και πέντε ανδρών. Μάλιστα, την εποχή, λοιπόν, που ο Ηρόδοτος συνέγραφε τα πολύτιμα ιστορικά και λαογραφικά του κείμενα, οι προσφορές των Υπερβορείων εξακολουθούσαν να μεταφέρονται από τους Σκύθες έως τη Δωδώνη και από εκεί κατέληγαν στη Δήλο, με ενδιάμεσους σταθμούς την Εύβοια, την Άνδρο και την Τήνο.
Μία άλλη σημαντική πληροφορία για τη χώρα των Υπερβορείων προέρχεται από τις ωδές του Πινδάρου και συγκεκριμένα από τα Ίσθμια (ωδή 6), προσδιορίζοντας όχι αυτή βρίσκεται στο τέλος του γνωστού κόσμου, ενώ ο Διόδωρος ο Σικελός (2.47.5) αναφέρει ότι «εχειν δε τους Υπερβορείους ιδίαν τινά διάλεκτον» (έχουν κάποια δική τους διάλεκτο). Στη συνέχεια του κειμένου, ο ίδιος συγραφέας παραθέτει ότι «προς τους Έλληνας οικειότατα διαχεϊσθαι, καί μάλιστα προς τους Αθηναίους καί τους Δηλίους, εκ παλαιών χρόνων» (αισθάνονται από παλαιότερες εποχές πολύ οικείους τους Έλληνες, ιδίως τους Αθηναίους και τους Δηλίους), για να καταλήξει στη συνέχεια ότι αφιερώνουν (στον Απόλλωνα;) «αναθήματα πολυτελή, γράμμα-σιν Έλληνικοίς έπιγεγραμμένα».
Ύστερα από τα παραπάνω, είναι δυνατόν να διατυπωθεί με ασφάλεια η υπόθεση ότι οι σοφοί, αλλά και ικανότατοι μάγοι, Υπερβόρειοι είναι ένα γένος, εάν όχι αμιγώς ελληνικό, σίγουρα συγγενικό προς την Ελλάδα και τους Έλληνες που έκαναν χρήση του ελληνικού αλφαβήτου στα ιερά τους αναθήματα.
Ενδεικτικός ως προς τα παραπάνω είναι ο διάλογος Φιλοψευδής ή Απιστιών του «παραμυθά» Λουκιανού (έργο από το οποίο ο Ντίσνεϋ εντέχνως «δανείστηκε» και την υπόθεση της περίφημης Φαντασίας του) σχετικά με έναν Υπερβόρειο, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Ελλάδα πετώντας και άφησε τους πάντες άφωνους πραγματοποιώντας διάφορα «θαύματα» – στο κείμενο αναφέρεται ότι περπατούσε στο νερό ή στον αέρα, περνούσε μέσα από τη φωτιά χωρίς να καίγεται, καλούσε δαίμονες και νεκρούς, είχε δημιουργήσει έναν αγγελιοφόρο από πηλό κ.λπ.
Η ιστορία του Λουκιανού εικάζεται ότι είχε ως αφετηρία ένα μάλλον πραγματικό -καθώς μνημονεύεται από πληθώρα αρχαίων συγγραφέων- περιστατικό, που δεν είναι άλλο από την επίσκεψη στην Ελλάδα του θρυλικού Υπερβορείου, Άβαρη (Άβαρις).
0 Αβάρις ήταν ένας ιερέας του Απόλλωνα, για τον οποίο ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι είχε κάνει τον γύρο του κόσμου πετώντας με το βέλος του Απόλλωνα και χωρίς να τρώει (4.36) ενώ, σύμφωνα με τη βιογραφία του Πυθαγόρα από τον Ιάμβλιχο, ήταν δάσκαλος του μεγάλου Έλληνα σοφού, με τον οποίο και εμφανίστηκε στην αυλή του τυράννου της Σικελίας, και είχε «καθαρίσει» τη Σπάρτη και την Κνωσσό από επιδημίες. Τέλος, σύμφωνα με τον Παυσανία (9.10), σε αυτόν ήταν αφιερωμένος ένας ναός στην Σπάρτη.
Εάν δεχτούμε ως αληθείς τους ισχυρισμούς του Ιαμβλίχου, του Ηροδότου και του Πινδάρου, οι Υπερβόρειοι, εκτός από ευσεβείς και σεμνοί, θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα εξελιγμένοι και εγκεφαλικά/πνευματικά, σε σημείο ώστε να έχουν υπερβεί την ύλη – αυτό, τουλάχιστον, καταδεικνύουν οι μαρτυρίες ότι ήταν απρόσβλητοι από το γήρας και τις ασθένειες, ότι είχαν σε υψηλή εκτίμηση τις τέχνες και ότι ζούσαν σε απόλυτη κοινωνική αρμονία.
Πού βρισκόταν η Υπερβόρεια;
Οι μάλλον ασαφείς και συχνά αντιφατικές πληροφορίες της αρχαίας ελληνικής βιβλιο γραφίας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η άγνωστη χώρα θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στον μακρινά Βορρά, στα «πέρατα της Γης» για τον ελληνικό προκλασικό κόσμο. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάλυση του ζητή ματος των Υπερβορείων θα μας αποκάλυπτε ότι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς δεν αποτελούν τη μοναδική διαθέσιμη πηγή πληρο- φόρησης αναφορικά με τον εξελιγμένο αυτόν πολιτισμό.
Το 77 π.Χ., ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο πρεσβύτερος συνέγραψε ένα εντυπωσιακό πολύτομο έργο, την περίφημη Naturalis Historia (Φυσική Ιστορία), χρησι μοποιώντας, όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο του έργου, ως πηγές περίπου 20.000 πληροφορίες και ιστορικά γεγονότα, από 2.000 βιβλία 100 επίλεκτων συγγραφέων! Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψη φία των πηγών του Ρωμαίου «σοφού» προέρχεται από Έλληνες συγγραφείς, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι σκοπός του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος ήταν η συ- γκέντρωση σε ένα ενιαίο έργο ολόκληρου του σώματος της γνώσης του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Στις συγκεκρι μένες ενότητες βρίσκουμε και τα ακόλουθα (4.26):
«Πέρα από τον Aquilon, μπορεί κανείς να βρει έναν ευλογημένο λαό, τα μέλη του οποίου αποκαλούνται, σύμφωνα με την παράδοση, Υπερβόρειοι. Οι άνθρωποι αυτοί φτάνουν σε απίστευτη ηλικία. Πολλά θαυμαστά αναφέρονται για αυτό το έθνος. … Η χώρα είναι λου σμένη στο φως του Ηλίου και απολαμβάνει ευχάριστη θερμοκρασία. Η δυσαρμονία εκεί είναι άγνωστη και το ίδιο συμβαίνει με την ασθένεια. Οι άνθρωποι εκεί δεν πεθαίνουν, παρά μόνο από την ‘κόπωση’ της ζωής. Μετά από ένα εορταστικό δείπνο, όποιος επιθυμεί να πεθάνει, χορτασμένος από τις χαρές της ζωής σε μεγάλη ηλικία, πηδάει στη θάλασσα από έναν απόκρυμνο βράχο. Έτσι είναι γι’ αυτούς ο πιο ευτυχισμένος τρόπος να ζει κα νείς. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη αυτής της χώρας, η οποία περι γράφεται από πολλές αυθεντίες».Εδώ, ωστόσο, υπάρχει μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια: Η πληροφορία ότι η επικράτεια των Υπερβορείων περιλαμβάνει τα «όρια της πορείας των άστρων» έρχεται να προστεθεί στο «σχόλιο» του Πινδάρου ότι είναι αδύνα το να επισκεφθεί κανείς τη μυστηριώδη χώρα από στεριάς ή θαλάσσης κ.α., θίγοντας και το ενδεχόμενο η μυθική Υπερβόρεια να μη βρίσκεται καν στον πλανήτη μας.
Επιστρέφοντας τώρα στο απόσπασμα του Πλινίου, όσο κι αν ψάξει κανείς στην αρχαία βιβλιογραφία, πολύ δύσκολα θα βρει μία πληρέστερη περιγραφή σχετικά με την αινιγματική χώρα και τους κατοίκους της. Σύμφωνα με την επίσημη βιβλιογραφία, το όνομα Aquilon αναφέρεται στον Βόρειο Άνεμο, ακολουθώντας την ελληνική παράδοση.
ΟΙ ΚΕΛΤΕΣ
Σε ολόκληρη τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ., οι πρόγονοι αυτών που σήμερα αποκαλούμε Κέλτες ήταν, σύμφωνα με την επίσημη τουλάχιστον εκδοχή, ένα από τα φύλα που κυριαρχούσαν στη μεγαλύτερη έκταση της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Ωστόσο, από τον 12ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να συρρέουν στη συγκεκριμένη περιοχή, την οποία η παραδόσεις τους ονόμαζαν γενέτειρα τους. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν ήταν οι ίδιοι οι αρχαίοι Κέλτες ή, έστω, οι μακρινοί τους πρόγονοι που δημιούργησαν τις μεγαλιθικές κατασκευές (καμία ένδειξη δεν καταδεικνύει κάτι τέτοιο), ωστόσο το γεγονός ότι ο συ γκεκριμένος λαός διασώζει κάποιες προφορικές παραδόσεις που αναφέρονται στην κατασκευή χους, επιτρέπει να εικάσουμε με σχεχική βεβαιότητα ότι σε κάποιο σημείο της ιστορικής τους διαδρομής ήρθαν σε επαφή με εκείνους – όποιοι κι αν ήταν αυτοί- που τα δημιούργησαν.
Από τον 8ο π.Χ. αιώνα, άρχισε από τους κατοίκους της Βρετάνης ο εποικισμός των πλούσιων σε πρώτες ύλες νησιών, που ακόμα και σήμερα αποκαλούμε Μεγάλη Βρετανία. Από ευρήμα τα στη Νότια Αγγλία (διακοσμητικά μοτίβα σε χειροτεχνήματα), οι ιστορικοί συμπεραίνουν ότι αρχικά αποβιβάστηκαν στη Νότια Αγγλία (περιοχή του Κεντ), από όπου σταδιακά μεταφέρθηκαν δυτικά, προς την πλούσια σε κοιτάσματα κασίτερου περιοχή της Κορνουάλης.(βλ.παλαιότερο άρθρο)
Πολύ σύντομα, βρίσκουμε την επίδραση των Κελτών να έχει επεκταθεί και στις υπόλοιπες περιοχές των βρετανικών νήσων, όπως η Ιρλανδία, η Ουαλία και η Σκοτία – χωρίς οι ιστορικοί να αποκλείουν το ενδεχόμενο ο εποικισμός των υπολοίπων περιοχών να έγινε από άλλα, ανεξάρτητα μεταναστευτικά ρεύματα κατά τον 7ο αι. π.Χ. από τη Βρετάνη.
Ο εποικισμός αυτός των δυσπρόσιτων περιοχών των βρετανικών νήσων υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την επιβίωση και την ιστορική συνέχεια του συγκεκριμένου έθνους καθώς -σε αντίθεση με τους προχριστιανικούς Κέλτες της Βρετάνης που δέχθηκαν στη συνέχεια πλήθος πληθυσμιακών και πολιτισμικών-γλωσσικών επι δράσεων από άλλες εθνότητες (Νορμανδοί, Ρωμαίοι και διάφορα γερ μανικά φύλα)- οι Κέλτες των απόμακρων περιοχών της Μεγάλης Βρετανίας απόλαυσαν για πολλούς ακόμα αιώνες, ακόμα και μετά τις εισβολές των Ρωμαίων και των Αγγλοσαξώνων, ως τη σύγχρονη εποχή, την πολιτισμική ασφάλεια που τους προσέφερε η γεωγραφική απομόνωση.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Leigh T. Denault, οι επιδράσεις της ύπαρξης και της ιστορικής συνέχειας του κελτικού πολιτισμού στις συγκεκριμένες περιοχές μπορούν να ανιχνευθούν με βεβαιότητα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 25 αιώνων. Στις περιοχές αυτές, οι ζωντανοί φορείς της πολιτισμικής κληρονο μιάς, όπως π.χ. η γλώσσα και οι μυθολογικές παραδόσεις, διασφαλίζονται από «εξωγενείς επιδράσεις», επιτρέποντας τη μελέτη σε μεγαλύ τερο βάθος, αλλά και την ανεύρεση εντυπωσιακών ομοιοτήτων με τον ελληνικό πολιτισμό.
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 13/1/2010
Ευχαριστούμε για τις πληροφορίες τον καλό μας αναγνώστη Στ.Μανάκο -Ν.Χάμσαϊρ ΗΠΑ
Βιβλιογραφία
• Ηρόδοτος, «Μελπωμένη», τόμος 4, εκδ. Κάκτος, 1992 • Διόδωρος Σικελιώτης, «Βιβλίο Β», εκδ, Κάκτος, 1997 • Λουκιανός, «Φιλοψευ-δής ή Απιστιών», εκδ. Πατάκη, 1998 • Πίνδαρος, Βακχυλίδης, «Λυ¬ρικοί Ποιητε’ς», τόμοι 2, 3, 4, 8, εκδ. Κάκτος, 2001, 2002 • Παυσα¬νίας, Απαντα, εκδ. Κάκτος, 1992 • Trevor Murphy, «Pliny the Elder’s Natural History: The Empire in the Encyclopedia», εκδ, Oxford University Press, 2004 • Πυθαγόρας, «Προσωκρατικοί», τό¬μοι 4, 5, 6, εκδ. Κάκτος, 1999 • Στράβων, «Γεωγραφικά», τόμοι 4, 5, εκδ. Κάκτος, 1994 • Πλάτων, «Τίμαιος, Κριτίας», εκδ. Κάκτος, 1993 • Pierre Roland Giot, «Prehistory in Brittany», Editions d’Art, 1995 • Peter Berresford Ellis, «Celt and Greek: Celts in the Hellenic World», Trans-Atlantic Publications, 1996 • Brian M. Fagan, «The Little Ice Age: How Climate Made History», 1300-1850, εκδ. Basic Books, 2001 • Peter Berresford Ellis, «The Mammoth Book of Celtic Myths and Legends, Constable and Robinson», 2003 • T. De Courcy Atkins, «The Kelt or Gael», εκδ. Τ. Fisher Unwin, 1892 • Laura Knight Jadczyk, «the Grail Quest and the Destiny of Man, Part V», εκδ. Cassiopaea, 2004 • Fred Gettings, «Dictionary of Occult, Hermetic and Alchemical Sigils», εκδ. Viking Pr., 1981 • Umberto Eco, «Fouceault’s Pendulum», εκδ. Ballantine Books, 1990 • Fulcanelli, «Le Mystere des Cathedrales», εκδ. Brotherhood of Life, 1997 • Boris de Zirkoff, «H.P.B. Collected Writings», εκδ. Quest Books, 1995 • Hutton, R., «The Pagan Religions of the Ancient British Isles: Their Nature and Legacy Blackwell», εκδ. Oxford, 1991 • Donald MacAulay, S. R. Anderson, J. Bresnan, and B. Comrie,
Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν την τιμή να επισκεφτούν την Υπερβόρεια, ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τα ονόματα του Περσέα (καθοδηγούμενος από την Αθηνά) και του Ηρακλή (εκεί βρίσκονταν τα Μήλα των Εσπερίδων).
Στη σωζώμενη αρχαιοελληνική βιβλιογραφία συναντάει κανείς πλήθος αναφορών στη θρυλική χώρα, ο «απόηχος» των οποίων είναι αισθητός και στους συγγραφείς των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, χωρίς όμως ποτέ οι αναφορές αυτές να γίνονται συγκεκριμένες, ενώ δεν λείπουν και οι αντιφάσεις (κυρίως όσον αφορά στην ακριβή της τοπο θεσία). Το γεγονός αυτό ώθησε τους περισσότερους μεταγενέστερους αναλυτές στην εκτίμηση ότι επρόκειτο περισσότερο για μια ουτοπική, ιδανική κοινωνία, ένα κοινωνικό «παράδειγμα προς μίμηση» για τους Έλληνες, παρά για έναν υπαρκτό τόπο, τον οποίο θα μπορούσε κάποιος να ανακαλύψει και να επισκεφθεί.
Ωστόσο, στις συγκεκριμένες προφορικές παραδόσεις που συνοψίζει στο έργο του, βρίσκουμε και την αναφορά των Δηλίων ότι οι Υπερβόρειοι έστελναν κατά το παρελθόν τους πρώτους τους καρπούς στο ιερό νησί του Απόλλωνα, με τη συνοδεία πομπής δύο νεαρών παρθένων, της Υπέροχης και της Λαοδίκης, και πέντε ανδρών. Μάλιστα, την εποχή, λοιπόν, που ο Ηρόδοτος συνέγραφε τα πολύτιμα ιστορικά και λαογραφικά του κείμενα, οι προσφορές των Υπερβορείων εξακολουθούσαν να μεταφέρονται από τους Σκύθες έως τη Δωδώνη και από εκεί κατέληγαν στη Δήλο, με ενδιάμεσους σταθμούς την Εύβοια, την Άνδρο και την Τήνο.
Μία άλλη σημαντική πληροφορία για τη χώρα των Υπερβορείων προέρχεται από τις ωδές του Πινδάρου και συγκεκριμένα από τα Ίσθμια (ωδή 6), προσδιορίζοντας όχι αυτή βρίσκεται στο τέλος του γνωστού κόσμου, ενώ ο Διόδωρος ο Σικελός (2.47.5) αναφέρει ότι «εχειν δε τους Υπερβορείους ιδίαν τινά διάλεκτον» (έχουν κάποια δική τους διάλεκτο). Στη συνέχεια του κειμένου, ο ίδιος συγραφέας παραθέτει ότι «προς τους Έλληνας οικειότατα διαχεϊσθαι, καί μάλιστα προς τους Αθηναίους καί τους Δηλίους, εκ παλαιών χρόνων» (αισθάνονται από παλαιότερες εποχές πολύ οικείους τους Έλληνες, ιδίως τους Αθηναίους και τους Δηλίους), για να καταλήξει στη συνέχεια ότι αφιερώνουν (στον Απόλλωνα;) «αναθήματα πολυτελή, γράμμα-σιν Έλληνικοίς έπιγεγραμμένα».
Ύστερα από τα παραπάνω, είναι δυνατόν να διατυπωθεί με ασφάλεια η υπόθεση ότι οι σοφοί, αλλά και ικανότατοι μάγοι, Υπερβόρειοι είναι ένα γένος, εάν όχι αμιγώς ελληνικό, σίγουρα συγγενικό προς την Ελλάδα και τους Έλληνες που έκαναν χρήση του ελληνικού αλφαβήτου στα ιερά τους αναθήματα.
Ενδεικτικός ως προς τα παραπάνω είναι ο διάλογος Φιλοψευδής ή Απιστιών του «παραμυθά» Λουκιανού (έργο από το οποίο ο Ντίσνεϋ εντέχνως «δανείστηκε» και την υπόθεση της περίφημης Φαντασίας του) σχετικά με έναν Υπερβόρειο, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Ελλάδα πετώντας και άφησε τους πάντες άφωνους πραγματοποιώντας διάφορα «θαύματα» – στο κείμενο αναφέρεται ότι περπατούσε στο νερό ή στον αέρα, περνούσε μέσα από τη φωτιά χωρίς να καίγεται, καλούσε δαίμονες και νεκρούς, είχε δημιουργήσει έναν αγγελιοφόρο από πηλό κ.λπ.
Η ιστορία του Λουκιανού εικάζεται ότι είχε ως αφετηρία ένα μάλλον πραγματικό -καθώς μνημονεύεται από πληθώρα αρχαίων συγγραφέων- περιστατικό, που δεν είναι άλλο από την επίσκεψη στην Ελλάδα του θρυλικού Υπερβορείου, Άβαρη (Άβαρις).
0 Αβάρις ήταν ένας ιερέας του Απόλλωνα, για τον οποίο ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι είχε κάνει τον γύρο του κόσμου πετώντας με το βέλος του Απόλλωνα και χωρίς να τρώει (4.36) ενώ, σύμφωνα με τη βιογραφία του Πυθαγόρα από τον Ιάμβλιχο, ήταν δάσκαλος του μεγάλου Έλληνα σοφού, με τον οποίο και εμφανίστηκε στην αυλή του τυράννου της Σικελίας, και είχε «καθαρίσει» τη Σπάρτη και την Κνωσσό από επιδημίες. Τέλος, σύμφωνα με τον Παυσανία (9.10), σε αυτόν ήταν αφιερωμένος ένας ναός στην Σπάρτη.
Εάν δεχτούμε ως αληθείς τους ισχυρισμούς του Ιαμβλίχου, του Ηροδότου και του Πινδάρου, οι Υπερβόρειοι, εκτός από ευσεβείς και σεμνοί, θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα εξελιγμένοι και εγκεφαλικά/πνευματικά, σε σημείο ώστε να έχουν υπερβεί την ύλη – αυτό, τουλάχιστον, καταδεικνύουν οι μαρτυρίες ότι ήταν απρόσβλητοι από το γήρας και τις ασθένειες, ότι είχαν σε υψηλή εκτίμηση τις τέχνες και ότι ζούσαν σε απόλυτη κοινωνική αρμονία.
Πού βρισκόταν η Υπερβόρεια;
Οι μάλλον ασαφείς και συχνά αντιφατικές πληροφορίες της αρχαίας ελληνικής βιβλιο γραφίας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η άγνωστη χώρα θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στον μακρινά Βορρά, στα «πέρατα της Γης» για τον ελληνικό προκλασικό κόσμο. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάλυση του ζητή ματος των Υπερβορείων θα μας αποκάλυπτε ότι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς δεν αποτελούν τη μοναδική διαθέσιμη πηγή πληρο- φόρησης αναφορικά με τον εξελιγμένο αυτόν πολιτισμό.
Το 77 π.Χ., ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο πρεσβύτερος συνέγραψε ένα εντυπωσιακό πολύτομο έργο, την περίφημη Naturalis Historia (Φυσική Ιστορία), χρησι μοποιώντας, όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο του έργου, ως πηγές περίπου 20.000 πληροφορίες και ιστορικά γεγονότα, από 2.000 βιβλία 100 επίλεκτων συγγραφέων! Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψη φία των πηγών του Ρωμαίου «σοφού» προέρχεται από Έλληνες συγγραφείς, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι σκοπός του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος ήταν η συ- γκέντρωση σε ένα ενιαίο έργο ολόκληρου του σώματος της γνώσης του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Στις συγκεκρι μένες ενότητες βρίσκουμε και τα ακόλουθα (4.26):
«Πέρα από τον Aquilon, μπορεί κανείς να βρει έναν ευλογημένο λαό, τα μέλη του οποίου αποκαλούνται, σύμφωνα με την παράδοση, Υπερβόρειοι. Οι άνθρωποι αυτοί φτάνουν σε απίστευτη ηλικία. Πολλά θαυμαστά αναφέρονται για αυτό το έθνος. … Η χώρα είναι λου σμένη στο φως του Ηλίου και απολαμβάνει ευχάριστη θερμοκρασία. Η δυσαρμονία εκεί είναι άγνωστη και το ίδιο συμβαίνει με την ασθένεια. Οι άνθρωποι εκεί δεν πεθαίνουν, παρά μόνο από την ‘κόπωση’ της ζωής. Μετά από ένα εορταστικό δείπνο, όποιος επιθυμεί να πεθάνει, χορτασμένος από τις χαρές της ζωής σε μεγάλη ηλικία, πηδάει στη θάλασσα από έναν απόκρυμνο βράχο. Έτσι είναι γι’ αυτούς ο πιο ευτυχισμένος τρόπος να ζει κα νείς. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη αυτής της χώρας, η οποία περι γράφεται από πολλές αυθεντίες».Εδώ, ωστόσο, υπάρχει μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια: Η πληροφορία ότι η επικράτεια των Υπερβορείων περιλαμβάνει τα «όρια της πορείας των άστρων» έρχεται να προστεθεί στο «σχόλιο» του Πινδάρου ότι είναι αδύνα το να επισκεφθεί κανείς τη μυστηριώδη χώρα από στεριάς ή θαλάσσης κ.α., θίγοντας και το ενδεχόμενο η μυθική Υπερβόρεια να μη βρίσκεται καν στον πλανήτη μας.
Επιστρέφοντας τώρα στο απόσπασμα του Πλινίου, όσο κι αν ψάξει κανείς στην αρχαία βιβλιογραφία, πολύ δύσκολα θα βρει μία πληρέστερη περιγραφή σχετικά με την αινιγματική χώρα και τους κατοίκους της. Σύμφωνα με την επίσημη βιβλιογραφία, το όνομα Aquilon αναφέρεται στον Βόρειο Άνεμο, ακολουθώντας την ελληνική παράδοση.
ΟΙ ΚΕΛΤΕΣ
Σε ολόκληρη τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ., οι πρόγονοι αυτών που σήμερα αποκαλούμε Κέλτες ήταν, σύμφωνα με την επίσημη τουλάχιστον εκδοχή, ένα από τα φύλα που κυριαρχούσαν στη μεγαλύτερη έκταση της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Ωστόσο, από τον 12ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να συρρέουν στη συγκεκριμένη περιοχή, την οποία η παραδόσεις τους ονόμαζαν γενέτειρα τους. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν ήταν οι ίδιοι οι αρχαίοι Κέλτες ή, έστω, οι μακρινοί τους πρόγονοι που δημιούργησαν τις μεγαλιθικές κατασκευές (καμία ένδειξη δεν καταδεικνύει κάτι τέτοιο), ωστόσο το γεγονός ότι ο συ γκεκριμένος λαός διασώζει κάποιες προφορικές παραδόσεις που αναφέρονται στην κατασκευή χους, επιτρέπει να εικάσουμε με σχεχική βεβαιότητα ότι σε κάποιο σημείο της ιστορικής τους διαδρομής ήρθαν σε επαφή με εκείνους – όποιοι κι αν ήταν αυτοί- που τα δημιούργησαν.
Από τον 8ο π.Χ. αιώνα, άρχισε από τους κατοίκους της Βρετάνης ο εποικισμός των πλούσιων σε πρώτες ύλες νησιών, που ακόμα και σήμερα αποκαλούμε Μεγάλη Βρετανία. Από ευρήμα τα στη Νότια Αγγλία (διακοσμητικά μοτίβα σε χειροτεχνήματα), οι ιστορικοί συμπεραίνουν ότι αρχικά αποβιβάστηκαν στη Νότια Αγγλία (περιοχή του Κεντ), από όπου σταδιακά μεταφέρθηκαν δυτικά, προς την πλούσια σε κοιτάσματα κασίτερου περιοχή της Κορνουάλης.(βλ.παλαιότερο άρθρο)
Πολύ σύντομα, βρίσκουμε την επίδραση των Κελτών να έχει επεκταθεί και στις υπόλοιπες περιοχές των βρετανικών νήσων, όπως η Ιρλανδία, η Ουαλία και η Σκοτία – χωρίς οι ιστορικοί να αποκλείουν το ενδεχόμενο ο εποικισμός των υπολοίπων περιοχών να έγινε από άλλα, ανεξάρτητα μεταναστευτικά ρεύματα κατά τον 7ο αι. π.Χ. από τη Βρετάνη.
Ο εποικισμός αυτός των δυσπρόσιτων περιοχών των βρετανικών νήσων υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την επιβίωση και την ιστορική συνέχεια του συγκεκριμένου έθνους καθώς -σε αντίθεση με τους προχριστιανικούς Κέλτες της Βρετάνης που δέχθηκαν στη συνέχεια πλήθος πληθυσμιακών και πολιτισμικών-γλωσσικών επι δράσεων από άλλες εθνότητες (Νορμανδοί, Ρωμαίοι και διάφορα γερ μανικά φύλα)- οι Κέλτες των απόμακρων περιοχών της Μεγάλης Βρετανίας απόλαυσαν για πολλούς ακόμα αιώνες, ακόμα και μετά τις εισβολές των Ρωμαίων και των Αγγλοσαξώνων, ως τη σύγχρονη εποχή, την πολιτισμική ασφάλεια που τους προσέφερε η γεωγραφική απομόνωση.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Leigh T. Denault, οι επιδράσεις της ύπαρξης και της ιστορικής συνέχειας του κελτικού πολιτισμού στις συγκεκριμένες περιοχές μπορούν να ανιχνευθούν με βεβαιότητα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 25 αιώνων. Στις περιοχές αυτές, οι ζωντανοί φορείς της πολιτισμικής κληρονο μιάς, όπως π.χ. η γλώσσα και οι μυθολογικές παραδόσεις, διασφαλίζονται από «εξωγενείς επιδράσεις», επιτρέποντας τη μελέτη σε μεγαλύ τερο βάθος, αλλά και την ανεύρεση εντυπωσιακών ομοιοτήτων με τον ελληνικό πολιτισμό.
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 13/1/2010
Ευχαριστούμε για τις πληροφορίες τον καλό μας αναγνώστη Στ.Μανάκο -Ν.Χάμσαϊρ ΗΠΑ
Βιβλιογραφία
• Ηρόδοτος, «Μελπωμένη», τόμος 4, εκδ. Κάκτος, 1992 • Διόδωρος Σικελιώτης, «Βιβλίο Β», εκδ, Κάκτος, 1997 • Λουκιανός, «Φιλοψευ-δής ή Απιστιών», εκδ. Πατάκη, 1998 • Πίνδαρος, Βακχυλίδης, «Λυ¬ρικοί Ποιητε’ς», τόμοι 2, 3, 4, 8, εκδ. Κάκτος, 2001, 2002 • Παυσα¬νίας, Απαντα, εκδ. Κάκτος, 1992 • Trevor Murphy, «Pliny the Elder’s Natural History: The Empire in the Encyclopedia», εκδ, Oxford University Press, 2004 • Πυθαγόρας, «Προσωκρατικοί», τό¬μοι 4, 5, 6, εκδ. Κάκτος, 1999 • Στράβων, «Γεωγραφικά», τόμοι 4, 5, εκδ. Κάκτος, 1994 • Πλάτων, «Τίμαιος, Κριτίας», εκδ. Κάκτος, 1993 • Pierre Roland Giot, «Prehistory in Brittany», Editions d’Art, 1995 • Peter Berresford Ellis, «Celt and Greek: Celts in the Hellenic World», Trans-Atlantic Publications, 1996 • Brian M. Fagan, «The Little Ice Age: How Climate Made History», 1300-1850, εκδ. Basic Books, 2001 • Peter Berresford Ellis, «The Mammoth Book of Celtic Myths and Legends, Constable and Robinson», 2003 • T. De Courcy Atkins, «The Kelt or Gael», εκδ. Τ. Fisher Unwin, 1892 • Laura Knight Jadczyk, «the Grail Quest and the Destiny of Man, Part V», εκδ. Cassiopaea, 2004 • Fred Gettings, «Dictionary of Occult, Hermetic and Alchemical Sigils», εκδ. Viking Pr., 1981 • Umberto Eco, «Fouceault’s Pendulum», εκδ. Ballantine Books, 1990 • Fulcanelli, «Le Mystere des Cathedrales», εκδ. Brotherhood of Life, 1997 • Boris de Zirkoff, «H.P.B. Collected Writings», εκδ. Quest Books, 1995 • Hutton, R., «The Pagan Religions of the Ancient British Isles: Their Nature and Legacy Blackwell», εκδ. Oxford, 1991 • Donald MacAulay, S. R. Anderson, J. Bresnan, and B. Comrie,
Σχόλια